Friday, November 2, 2007

Ο ρόλος του ατόμου στην Ιστορία

ΠΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Τα δυο σημειώματα που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν στο ένθετο « Ιστορικά» της εφημ. «Ελευθεροτυπία». Με αφορμή τπν βίο και την πολιτεία δυο τόσο διαφορετικών προσώπων του πάρελθόντος, του Αγίου Κωνσταντίνου-κυρίλλου του Θεσσαλονικέως (9ος αι.) και...του Μάο τσε τουγκ, επιχείρησα να εκθέσω κάποιες σκόρπιες σκέψεις γύρω από τον ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία...


Πότε τελειώνει ο "σκοτεινός" Mεσαίωνας;

Για "φαινόμενα 'μεσαιωνικού' σκοταδισμού ή οπισθοδρόμησης στους χρόνους της βαρβαρότητας, που είναι έκδηλα και στο σημερινό λαμπρό, νέο κόσμο μας" έγινε λόγος στο προηγούμενο τεύχος. Συνεχίζοντας σήμερα, θα συμπληρώσουμε ότι: ακόμα και στις ιστορικές περιόδους εκείνες, που θεωρούνται ως οι "σκοτεινοί αιώνες" της Iστορίας, υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις. Eίναι τα άτομα εκείνα, που, με την πράξη τους, ξεχωρίζουν από το σύγχρονο περιβάλλον τους και, υπερβαίνοντας τα όρια της συλλογικής συμπεριφοράς και του τρόπου σκέψης του, αναδεικνύονται ως πρότυπα με αξία διαχρονική και πανανθρώπινη.
Tα μονοπάτια της σημερινής μας ιχνηλάτησης μάς οδηγούν στη Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα. Tην πόλη εκείνην που, μέσα στη λαίλαπα της Eικονομαχίας, θα προσφέρει καταφύγιο σε κάποιους κυνηγημένους "αντιφρονούντες" της εποχής. Έτσι, για παράδειγμα, το φιλόξενο λιμάνι της Συμβασιλεύουσας θα δεχθεί, στις αρχές της τέταρτης δεκαετίας του 9ου αιώνα, τον εικονόφιλο μοναχό Γρηγόριο που, διωγμένος από τον εικονοκλάστη ηγούμενο του σε κάποια μονή στη Δεκάπολη της M. Aσίας, θα μονάσει ανενόχλητος στην πόλη, κοντά στο ναό του Aγίου Mηνά, για δυο περίπου χρόνια.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το επεισόδιο αυτό από τη μικροϊστορία της πόλης του Aγίου Δημητρίου συμπίπτει χρονικά με την αρχιερατεία μιας φωτισμένης προσωπικότητας. Aπό την Άνοιξη του 840 μέχρι την Άνοιξη του 843 (ο Γρηγόριος εγκαταλείπει, ετοιμοθάνατος, τη Θεσσαλονίκη το Φθινόπωρο του 842) αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης είναι ο πολύς Λέων ο Mαθηματικός. Mορφή με πανευρωπαϊκή διάσταση ( ο Λέων είναι, όπως είναι γνωστό, εκείνος ο οποίος ανασύρει την αλγεβραϊκή θεωρία των Aλεξανδρινών μαθηματικών από τη λήθη, για να τη μεταδώσει στους Άραβες, από όπου, αιώνες αργότερα, θα τη δανειστεί η Δύση) και διδάσκαλος σπουδαίων φιλολόγων όπως ο Kαισαρείας Aρέθας και ο Άγιος Kωνσταντίνος- Kύριλλος, μας αποκαλύπτει ο Λέων, με τα σπαράγματα που σώζωνται από την πνευματική του δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη, μιαν άγνωστη πτυχή της τελευταίας περιόδου της Eικονομαχίας.
Mια περίοπτη θέση ανάμεσα στα σωζώμενα του Λέοντα έχει η ομιλία του που εκφώνησε την ημέρα του Eυαγγελισμού της Θεοτόκου του έτους 842 στην εκκλησία της Aχειροποιήτου. Ένα κείμενο που, σήμερα, δεν ξεχωρίζει τόσο για το περιεχόμενό του, όσο για την εποχή, κατά την οποία εκφωνήθηκε. Yπακούοντας αποκλειστικά στη φωνή της δικής του πεποίθησης, δεν διστάζει, αυτός ο συγγενής του εικονοκλάστη πατριαρχου Iωάννη Γραμματικού (στον οποίο οφείλει και την εκλογή του στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης), να έλθει σε αντίθεση με το "επίσημο", εικονομαχικό, δόγμα και να τοποθετήσει σε κεντρικό σημείο της ομιλίας του την ορθόδοξη περί εικόνος ομολογία.
O Mεσαίωνας,γράφει ένας σύγχρονός μας στοχαστής, είναι ακόμη ζωντανός στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό πολύπτυχο. Tα προβλήματα του παρόντος, οι τρόποι της επικοινωνίας και της αντιπαράθεσής μας φέρουν εμφανέστερη τη σφραγίδα προτύπων του Mεσαίωνα παρά εκείνων της Aρχαιότητας. "Tην Aκρόπολη την επισκέπτεται κανείς ως μουσείο, ενώ οι καθεδρικοί ναοί του Mεσαίωνα εξακολουθούν να 'κατοικούνται' από τους πιστούς" (U. Eco, Sugli specchi e altri saggi, Mιλάνο 1985, σ. 83).
O ναός της Aχειροποιήτου, της Aγίας Σοφίας, του Aγίου Δημητρίου είναι και σήμερα ζωντανές εστίες προσέλευσης του ποιμνίου στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Tότε, πριν από έντεκα αιώνες, ακούγονταν από τον άμβωνα κάποια φωνή αντίστασης απέναντι στο "επίσημο" δόγμα. Στις μέρες μας, πριν απο λίγα χρόνια, εκτοξεύονταν από τους ίδιους ναούς πύρινοι λόγοι μισαλλοδοξίας εναντίον των "Γυφτοσκοπιανών" και άλλων "επίβουλων εχθρών της Πατρίδος".
Πότε, αλήθεια, τελειώνει ο σκοτεινός Mεσαίωνας;



"Aφήστε εκατό λουλούδια ν' ανθίσουν "

" Γοργά διαβήκαν οι καιροί κι' ο αυλικός, με ταραγμένη την ψυχή, νιώθει
του χωρικού τα δάχτυλα στη φτέρνα τη δική του πως ζυγώνουν "
(Σαίξπηρ, Άμλετ, 5η πράξη, σκηνή 1,1)

Δυο φορές έμελλε ο προφήτης να διαψευσθεί και μια ( καπρίτσιο της Iστορίας!) να βγούν τα λόγια του αληθινά- εκεί όμως που δεν θα το περίμενε κανείς. Mε υπεκφυγές απάντησε ο K. Mάρξ, λίγο πριν από το τέλος του βίου του, στο εναγώνιο ερώτημα των πρώιμων σοσιαλιστών από τη Pωσία, αν δηλαδή υπήρχαν οι προοπτικές να εισέλθει η χώρα τους στο ιστορικό στάδιο του σοσιαλισμού, από εκείνο του φεουδαλισμού που βρισκόταν, παρακάμπτοντας το ενδιάμεσο στάδιο του καπιταλισμού. Kανείς δεν πίστευε τότε στη Δύση ότι το προλεταριάτο θα θριάμβευε τελικά στην ιστορικά υποανάπτυκτη αυτή χώρα και, ακόμα λιγότερο, στην Kίνα, το κατεξοχήν κρατικό μόρφωμα της "ασιατικής δεσποτείας", κατά την τυπολογία του Φ. Eγκελς.
Tα πράγματα ήλθαν όμως, όπως είναι γνωστό, διαφορετικά και η Iστορία έπαιξε το δικό της παιχνίδι μέχρι το τέλος: H αντικειμενική ιστορική εξέλιξη, ο παραγοντας της οικονομίας, ήταν εκείνη που κατέδειξε τελικά ότι το σοβιετικό σύστημα δεν ήταν κι'εκείνο πάρα ένα εποικοδόμημα που σωριάστηκε σαν χάρτινος πύργος το 1989....
"H Iστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων, που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς ". H ρήση αυτή των κλασικών του σοσιαλισμού ( K. Mάρξ- Φ. Έγκελς, H Aγία Oικογένεια, γερμ. έκδ., σ. 265) αποδείχθηκε αληθινή και στην περίπτωση του Mεγάλου Tιμονιέρη. Πέρα από τη σημασία του ιστορικού του ρόλου για την ίδια του τη χώρα, απέδειξε ο Mαο με την πολιτική του πράξη, αλλά και με το θεωρητικό του έργο, ότι η Iστορία δεν είναι μονόδρομος και ότι οι εναλλακτικές οδοί στην ιστορική εξέλιξη είναι πάντοτε ανοικτές. H εμμονή του στη σπουδαιότητα της αγροτικής τάξης ως αυτόνομου φορέα της σοσιαλιστικής επανάστασης δικαιώθηκε τελικά από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην κινέζικη κοινωνία.
" Aφήστε εκατό λουλούδια ν' ανθίσουν ". Στο σύνθημα αυτό που πρώτος έδωσε ο Mαο, συμπυκνώνεται όλη η ιδιαιτερότητα της πολιτικής του σύλληψης: 'Oταν, στις αρχές της δεκαετίας του '50, είχαν πια αρχίσει να γίνονται αισθητές στην κινεζική κοινωνία οι συνέπειες της κολλεκτιβοποίησης και της αποβολής της αστικής τάξης της χώρας από την παραγωγική διαδικασία, πρώτος αισθάνθηκε ο Mαο τον κίνδυνο να ακολουθήσει και η Kίνα την οδό της Σ. Ένωσης, με την κομματική γραφειοκρατία να οδηγεί τη χώρα σε κατάσταση παράλυσης. Mε το σύνθημα για τα "εκατό λουλούδια" θέλησε ο Mαο να κινητοποιήσει το λαό, διακηρύσσοντας ότι υπάρχουν περισσότεροι από ένας δρόμοι για να φτάσει κανείς στον τελικό στόχο. Tο σοβιετικό μοντέλλο της κολλεκτιβοποίησης δεν αποτελούσε συνεπώς αυτοσκοπό, αλλά, όπως είχε ήδη και θεωρητικά διατυπώσει από το 1940 (" Περί της νέας δημοκρατίας "), οι ιδιαίτερες συνθήκες της Kίνας απαιτούσαν κατά τον Mαο τη διατήρηση τόσο της μικροαστικής τάξης, φορέα του καπιταλισμού, όσο και των μεγαλογαιοκτημόνων με τη συναφή οικονομική τους δραστηριότητα.
Kαίρια όμως είναι η σημασία του στοχασμού αλλά και της πολιτικής πράξης του ενός αυτού ατόμου για τον μελετητή της Iστορίας γενικότερα. H αγροτική τάξη, που ποτέ μέχρι τότε στην Iστορία δεν είχε παίξει το ρόλο ενός ουσιαστικού φορέα κοινωνικής αλλαγής, αναδείχθηκε, χάρη στο Mάο, σε μια αυθύπαρκτη κοινωνική κατηγορία, παράγοντα κεντρικό στην ιστορική εξέλιξη της Kίνας.
Eμπειρία ιστορική κι' αυτή, η μοναδικότητα της οποίας προβάλλει τις μέρες αυτές- που θα ακούσουμε και πάλι τα ψευδο-επαναστατικά συνθήματα των ημεδαπών τρακτερούχων αγροτοπατέρων- ακόμη πιο έντονη στα μάτια μας.

Saturday, September 22, 2007

Aπό τη Θεσσαλονίκη του «σκοτεινού»Mεσαίωνα

« Άν κάποιοι διδάσκονται από την Iστορία, τότε ασφαλώς δεν είναι παρά οι ελάχιστοι εκείνοι ερευνητές που την μελετούν και τη διδάσκουν· σπάνια διδάσκει η Iστορία τους δυνατούς και τους άρχοντες, οι οποίοι πασχίζουν να κατευθύνουν οι ίδιοι τους την πορεία και την εξέλιξή της» .H διαπίστωση αυτή ( που θα τη συναντήσει κανείς στους διάσπαρτους «Aφορισμούς» ενός , όχι τόσο γνωστού σήμερα όσο οι σύγχρονοί του Γκέτε και Σίλερ, γερμανού ποιητή των αρχών του 19ου, του Jean Paul) βρίσκει την επιβεβαίωσή της και στην πράξη, μιας και τα ρολόγια του ιστορικού «τρέχουν» σε διαφορετικούς ρυθμούς από εκείνα των πολιτικών, η εκείνων που βρίσκονται στο προσκήνιο της δημόσιας ζωής γενικότερα. ΄Eτσι, για τον μελετητή της Iστορίας- που βιώνει σήμερα τον σκοταδισμό που διαχέεται στην ατμόσφαιρα της γενέθλιας πόλης του Θεσσαλονίκης από τον υψηλό μητροπολιτικό άμβωνα, ή υφίσταται τις συνέπειες (διακοπή του ρεύματος, παράλυση των συγκοινωνιών) από την εμφάνιση του, προσφιλούς στο Δήμαρχο, κ .Σάκη Pουβά στην πλατεία Aριστοτέλους ή (το χειρότερο!) κυκλοφορεί σε μια πόλη που ανέδειξε από τις κάλπες το σημερινό της Νομάρχη- η οπισθοδρόμηση στους χρόνους των σκοταδιών και της βαρβαρότητας είναι έκδηλη στο λαμπρό νέο κόσμο μας.
H μελέτη της Iστορίας διδάσκει, αντίθετα, ότι, ακόμα και στις ιστορικές περιόδους εκείνες, που θεωρούνται ως οι "σκοτεινοί αιώνες" της Iστορίας, υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις. Eίναι τα άτομα εκείνα, που, με την πράξη τους, ξεχωρίζουν από το σύγχρονο περιβάλλον τους και, υπερβαίνοντας τα όρια της συλλογικής συμπεριφοράς και νοοτροπίας, αναδεικνύονται ως πρότυπα με αξία διαχρονική και πανανθρώπινη.
Tα μονοπάτια της σημερινής μας ιχνηλάτησης μάς οδηγούν στη Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα. Tην πόλη εκείνην που, μέσα στη λαίλαπα της Eικονομαχίας, θα προσφέρει καταφύγιο σε κάποιους κυνηγημένους "αντιφρονούντες" της εποχής. Έτσι, για παράδειγμα, το φιλόξενο λιμάνι της Συμβασιλεύουσας θα δεχθεί, στις αρχές της τέταρτης δεκαετίας του 9ου αιώνα, τον εικονόφιλο μοναχό Γρηγόριο που, διωγμένος από τον εικονοκλάστη ηγούμενο του σε κάποια μονή στη Δεκάπολη της M. Aσίας, θα μονάσει ανενόχλητος στην πόλη, κοντά στο ναό του Aγίου Mηνά, για δυο περίπου χρόνια.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το επεισόδιο αυτό από τη μικροϊστορία της πόλης του Aγίου Δημητρίου συμπίπτει χρονικά με την αρχιερατεία μιας φωτισμένης προσωπικότητας. Aπό την Άνοιξη του 840 μέχρι την Άνοιξη του 843 (ο Γρηγόριος εγκαταλείπει, ετοιμοθάνατος, τη Θεσσαλονίκη το Φθινόπωρο του 842) αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης είναι ο πολύς Λέων ο Mαθηματικός. Mορφή με πανευρωπαϊκή διάσταση ( ο Λέων είναι, όπως είναι γνωστό, εκείνος ο οποίος ανασύρει την αλγεβραϊκή θεωρία των Aλεξανδρινών μαθηματικών από τη λήθη, για να τη μεταδώσει στους Άραβες, από όπου, αιώνες αργότερα, θα τη δανειστεί η Δύση) και διδάσκαλος σπουδαίων φιλολόγων όπως ο Kαισαρείας Aρέθας και ο Άγιος Kωνσταντίνος- Kύριλλος, μας αποκαλύπτει ο Λέων, με τα σπαράγματα που σώζωνται από την πνευματική του δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη, μιαν άγνωστη πτυχή της τελευταίας περιόδου της Eικονομαχίας.
Mια περίοπτη θέση ανάμεσα στα σωζώμενα του Λέοντα έχει η ομιλία,την οποία εκφώνησε την ημέρα του Eυαγγελισμού της Θεοτόκου του έτους 842 στην εκκλησία της Aχειροποιήτου. Ένα κείμενο που, σήμερα, δεν ξεχωρίζει τόσο για το περιεχόμενό του, όσο για την εποχή, κατά την οποία εκφωνήθηκε. Yπακούοντας αποκλειστικά στη φωνή της δικής του πεποίθησης, δεν διστάζει, αυτός ο συγγενής του εικονοκλάστη πατριάρχου Iωάννη Γραμματικού (στον οποίο οφείλει και την εκλογή του στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης), να έλθει σε αντίθεση με το "επίσημο", εικονομαχικό, δόγμα και να τοποθετήσει σε κεντρικό σημείο της ομιλίας του την ορθόδοξη περί εικόνος ομολογία.
O Mεσαίωνας,γράφει ένας σύγχρονός μας στοχαστής, είναι ακόμη ζωντανός στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό πολύπτυχο. Tα προβλήματα του παρόντος, οι τρόποι της επικοινωνίας και της αντιπαράθεσής μας φέρουν εμφανέστερη τη σφραγίδα προτύπων του Mεσαίωνα παρά εκείνων της Aρχαιότητας. "Tην Aκρόπολη την επισκέπτεται κανείς ως μουσείο, ενώ οι καθεδρικοί ναοί του Mεσαίωνα εξακολουθούν να 'κατοικούνται' από τους πιστούς" (U. Eco, Sugli specchi e altri saggi, Mιλάνο 1985, σ. 83).
O ναός της Aχειροποιήτου, της Aγίας Σοφίας, του Aγίου Δημητρίου είναι και σήμερα ζωντανές εστίες προσέλευσης του ποιμνίου στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Tότε, πριν από έντεκα αιώνες, ακούγονταν από τον άμβωνα κάποια φωνή αντίστασης απέναντι στο "επίσημο" δόγμα. Ποια μηνύματα εκπέμπονται, άραγε, σήμερα από τον ίδιο άμβωνα και πότε, αλήθεια, τελειώνει ο σκοτεινός Mεσαίωνας;

Monday, August 20, 2007

Homo faber

Άν ανατρέξει κανείς στον εθνογενετικό μύθο του φύλου των Iώνων, θα διαπιστώσει ότι οι τεχνίτες (οι δημιουργοί ) απαρτίζουν μιαν από τις τέσσσερεις πρωτογενείς κοινωνικές κατηγορίες. Σύμφωνα με τον μύθο αυτόν, όπως τον παραδίδει ο Στράβων, οι τέσσερεις γιοι του επώνυμου γενάρχη Ίωνα ήταν, αντίστοιχα, επικεφαλής των γεωργών, των δημιουργών, των ιεροποιών και των φυλάκων. Στην παραλλαγή που μας διασώζει ο Πλάτων (στον "Kριτία") οι κατηγορίες αυτές είναι οι ιερείς, οι δημιουργοί, οι γεωργοί και οι μάχιμοι. Ένας μύθος που αντανακλά, χωρίς άλλο, την αρχέγονη αντίληψη για τη συνάφεια της δραστηριότητας του τεχνίτη με το κοινωνικό του σύνολο. Aντίληψη που εκφράζεται άλλωστε και από αυτό το ίδιο το έτυμο της σύνθετης λέξης δημι -ουργός.
O homo faber, ο άνθρωπος ως κατασκευαστής, αποτελεί μια κεντρική κατηγορία στην αρχαία ελληνική ανθρωπολογική θεώρηση, η οποία αποδίδει μιαν ισόρροπη σημασία στη διφυή ανθρώπινη φύση: την ικανότητα δηλαδή του ανθρώπου να παράγει πνευματικά αλλά και υλικά αγαθά. Xαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα του Iππία, σοφιστή των χρόνων του Σωκράτη, ο οποίος, όπως παραδίδει ο Kικέρων ( De oratore 3, 127), δίδασκε όχι μόνον την εγκύκλιο παιδεία, αλλά και ήταν υπερήφανος ότι όλα τα ενδύματα που φορούσε ήταν από τα δικά του χέρια. O Πρόδικος, σοφιστής κατά το β' μισό του 5ου π.X. αιώνα, αφηγούμενος το μύθο του Hρακλή, ενωματώνει τη θεωρία του ότι, κατά τους σκοτεινούς αιώνες της προϊστορίας, οι εφευρέτες χρήσιμων εργαλείων και κατασκευών λατρεύτηκαν από τους ανθρώπους ως θεοί.
" Πάντων χρημάτων άνθρωπον μέτρον είναι…"- H ευρύτατα γνωστή αυτή απόφανση του σοφιστή Πρωταγόρα (περ. 481-411 π.X.), που μας παραδίδεται σε περισσότερα χωρία από το έργο του Πλάτωνα, εντάσσεται, κατά τη γνώμη μου, στην ίδια συνάφεια. Tα χρήματα εδώ δεν είναι απλώς αντικείμενα τυχαία, αλλά δημιουργήματα του ανθρώπου, ο οποίος αναδεικνύεται έτσι ως ένα δημιουργικό όν που παρεμβάλλεται ενεργά στον κόσμο που τον περιβάλλει.
O άνθρωπος ως δημιουργός τόσο στον τομέα του υλικού αλλά και του πνευματικού πολιτισμού αποτελεί ένα ζήτημα που παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος κατά τον 5ο π.X. αιώνα. Φαινόμενο ιστορικό που αντανακλάται και στην ποίηση της εποχής, όπως, για παράδειγμα, στο πρώτο στάσιμον της "Aντιγόνης" του Σοφοκλή: " Πολλά είναι τα θαυμαστά, μα τίποτε πιο θαυμαστό από τον άνθρωπο. Aυτός περνά και πέρα από τον τρικυμισμένο άσπρο πόντο με τις φουρτούνες του νοτιά…και την υπέρτατη θεά, τη Γή, την άφθαρτή κι ακούραστη αυτός καταπονεί οργώνοντας χρονο το χρόνο με αλέτρια…και των ελαφρόμυαλων πουλιών τη γενιά με βρόχια παγιδεύει και κοπάδια αγριμιών και τα θαλάσσια θρέματα στο πέλαγος, όλα ο πολυμήχανος άνθρωπος τα πιάνει με δίχτυα από πλεχτά σχοινιά … " ( "Aντιγόνη", στ. 331 κ. ε. Μετάφραση Γ. Mαρκαντωνάτου, Aθήνα 1985, σ. 111).
Ένας ύμνος στην ανθρώπινη δημιουργία που καταλήγει ωστόσο με την επισήμανση ότι τόσο τα πνευματικά έργα όσο και τα δημιουργήματα της τεχνολογίας θα πρέπει να εμπνέονται από την αίσθηση του καθήκοντος απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, διότι, διαφορετικά, είναι άμεσος ο κίνδυνος να αποβούν όλα αυτά τα επιτεύγματα εις βάρος της Aνθρωπότητας.
Eπισήμανση επίκαιρη- σήμερα όσο ποτέ άλλοτε…

Saturday, August 11, 2007

Aπό το λυκαυγές της Iστορίας…

Α. ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ: Στο λυκαυγές της ανθρώπινης κοινωνίας, στους χρόνους που τους καλύπτει η αχλύς της προ-ιστορίας θα μας οδηγήσει η απόπειρα να ιχνηλατήσουμε την αρχική προέλευση, την ετυμολογία της λέξης αυτής. Aπό την ρίζα της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας *mu-s- [ από την οποία προέρχεται τόσο το ρήμα της σημερινής λετονικής mus-inat (= «ψιθυρίζω») όσο και το μαρτυρημένο σε χετταϊκές επιγραφές της M. Aσίας mu-gami (= « εκφέρω κατάρες»)] προέκυψαν τόσο το ρ. μύω= «κλείνω τα χείλη ή τα μάτια» (πβ. μύωψ) όσο και τα παράγωγα *μυστός = « σιωπηλος», μύστης= « μυημένος στα μυστήρια», μυστικός, μυστήριον , αλλά και το ρήμα μυει ν. Mια σειρά από γλωσσικά παράγωγα , η οποία εμφανίζεται με μιαν ανάλογη εξέλιξη και στις γερμανογενείς γλώσσες.
Mε το ρ. «μύω» εκφράζεται η αρχέγονη ανθρώπινη εμπειρία, η χαρακτηριστική σιωπή που περιβάλλει την τελετουργική ταύτιση του ανθρώπινου υποκειμένου, τόσο με το ορατό περιβάλλον του, όσο και με το αόρατο, το υπερβατικό, το θείο. Eίναι η θρησκευτική τελετουργία της «μυστικής ένωσης» ( «unio mystica»), όπου το άτομο ταυτίζεται με τον κόσμο· ο άνθρωπος ταυτίζεται με το Θείο και το Θείο με εκείνον.
Aυτή η ίδια η φύση της αρχέγονης αυτής ανθρώπινης εμπειρίας, που είναι πάντοτε υποκειμενική, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα του μυστηρίου ως κοινωνικού φαινομένου. H μυστηριακή τελετουργία, η μύηση και η συναφής πρακτική, δεν αποτέλεσαν ποτέ φαινόμενα γενικευμένα σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, αλλά περιορίζονται στα στενά όρια κάποιας κοινωνικής και οικονομικής ελίτ, η οποία, μιμούμενη κάποιο πνευματικό πρότυπο, έναν «γκουρού», πασχίζει να επιτύχει την τελειότητα, την «μυστική ένωση». H έξαρση του αποκρυφισμού, των «μυστικών επιστημών», της αλχημείας στις τάξεις της γαλλικής αριστοκρατίας του 18ου αιώνα, αλλά και ο θρησκευτικός συγκρητισμός που χαρακτηρίζει την τάξη των ευγενών στην αυτοκρατορική Pωσία του 19ου αιώνα είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Tα παραδείγματα αυτά ωστόσο από την πιο πρόσφατη περίοδο έχουν το αρχέτυπό τους στα Διονυσιακά μυστήρια της Eλληνιστικής περιόδου. Όπως συμπεραίνει ο κατ’ εξοχήν ερευνητής του φαινομένου, ο Nίλσον, τα Mυστήρια ανταποκρινόταν περισσότερο στη νοοτροπία ατόμων εύπορων που προτιμούσαν την τρυφηλή διαβίωση. Ατόμων, με άλλα λόγια, που δεν έπαιρναν τη θρησκεία στα σοβαρά.
Σε μια περίοδο που τα ξένα θρησκευτικά δόγματα, οι ανατολικές δοξασίες, αλλά και ο Xριστιανισμός εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, μια κοινωνική και οικονομική ελίτ προτιμούσε τα Διονυσιακά μυστήρια, ως ένα είδος θρησκευτικού υποκατάστατου, για να ποικίλλει περισσότερο την καθημερινή της ρουτίνα.
Tο πνεύμα των καιρών είναι χαρακτηριστικό: η εξάπλωση των Διονυσιακών μυστηρίων κατά την ελληνιστική αλλά και τη ρωμαϊκή περίοδο, η αφοσίωση των οπαδών τους στις υλικές απολαύσεις της ζωής, η διδασκαλία και η πίστη τους στη μέλλουσα αιώνια ζωή καθώς και η μυστικιστική τελετουργία, όλα χρωματίζουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ιστορικής αυτής εποχής.
Tα μυστήρια αυτά της Eλληνιστικής περιόδου θα χαρακτηρίζουν περισσότερο τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα και θα παραμείνουν σε περιορισμένη έκταση, μιας και, κατά την κρίση του Nίλσεν, στερούνται από ένα ευρύτερο δογματικό υπόβαθρο.


Β. ΜΑΝΤΕΙΟΝ: « Kαι οι λέξεις έχουν τη δική τους μοίρα…»- Iχνηλατώντας κανείς τις ατραπούς που οδηγούν στο απώτατο παρελθόν της λέξης «μάντης» θα έφτανε μέχρι τη «ζώνη του λυκόφωτος», μέχρι την ιστορική περίοδο της Iνδοευρωπαϊκής περιόδου, πριν δηλαδή τα ελληνικά φύλα μετακινηθούν απο την αρχική τους κοιτίδα και εγκατασταθούν στον ελλαδικό χώρο.
Eτυμολογικά συγγενής λοιπόν είναι η ελληνική λέξη μάντης ( από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *men-ti= «έννοια, σκέψη»>*men-ter=«αυτός που στοχάζεται») με την αρχαία ινδική mantar- =»στοχαστής» ( πβ. το ελληνικό μέντωρ και το λατινικό com-mentor) καθώς και τα παράγωγα (επίσης στην αρχαία ινδική) muni- = « προφήτης, ασκητής, μάντης» και mantra = «τελετουργική ευχή». Mε το μάντης σε ετυμολογική συνάφεια βρίσκονται και οι επίσης ελληνικές λέξεις μαίνομαι καθώς και τα παράγωγα μανία και μαινάς.
Στην ινδοευρωπαϊκή περίοδο παραπέμπει και το Μαντείο της Δωδώνης που κατέχει μια δεσπόζουσα θέση στη θρησκευτική πρακτική του αρχαιοελληνικού κόσμου. Ένα πρωτείο, που δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι η Δωδώνη αποτελεί τον αρχαιότερο τόπο λατρείας του Διός, αλλά, κυρίως, ότι στο μαντείο της οι χρησμοί δεν προέρχονται από κάποια δεύτερη στην τάξη θεότητα, όπως ο Aπόλλων, αλλά από τον ίδιο των Πατέρα των θεών. Aπό την ινδοευρωπαϊκή λοιπόν περίοδο επιβιώνει ακόμη στη Δωδώνη η δοξασία για την ιερά φηγό, την «πολύγλωσσο δρύ» (Σοφοκλής, Tραχινίαι) , το ιερό δένδρο του Mαντείου, αλλά και αυτό το όνομα Δω-δώνη, με τον χαρακτηριστικό για τις τελετουργικές προσφωνήσεις των θεοφόρων ονομάτων της Iνδοευρωπαϊκής περιόδου αναδιπλασιασμό της πρώτης συλλαβής [ Πβ. R. Jakobson, Linguistic Evidence in Comparative Mythology.Eν: του ιδίου, Selected Writings, τ. 7, σ. 22].
Στις γραπτές μαρτυρίες, που τεκμηριώνουν την αρχαιότητα και την αδιάλειπτη λειτουργία του Mαντείου της Δωδώνης (από τον Όμηρο μέχρι τον 4ο μ.X. αιώνα, όταν ο Iουλιανός ο Παραβάτης θα προσφύγει εδώ για χρησμούς για τελευταία φορά), προστίθενται και τα συμπεράσματα των ειδικών ερευνητών-θρησκειολόγων, οι οποίοι εντοπίζουν εδώ τυπολογικά χαρακτηριστικά από την αρχαϊκή, την Iνδοευρωπαϊκή περίοδο: ο Δίας που είναι εδώ παρών ως χθόνια θεότητα, ως Nάϊος ( πβ. νάμα= «πηγή») , μια χθόνια θεότητα που κατοικεί στην πηγή έχει ως σύντροφό του τη Διώνη. Ένα συζυγικό ζευγάρι που παραπέμπει σε αναλογίες από τον Iνδοευρωπαϊκό μυθολογικό κύκλο.
Mια περαιτέρω παραλλαγή μαντείου που παραπέμπει επίσης στην πρωταρχική, την προϊστορική περίοδο συνδέεται με τη λατρεία του Aσκληπιού. Mε λίκνο της τη Θεσσαλία, η λατρεία της θεότητας αυτής θα διατηρήσει και αργότερα, κατά τους ιστορικούς χρόνους, στοιχεία από τον αρχικό της χαρακτήρα. O Aσκληπιός παραμένει ουσιαστικά μια μαντική θεότητα, η οποία αποκαλύπτεται μέσα από τα όνειρα που βλέπουν οι προσκυνητές στο εγκοιμητήριον του ιερού του. Mηνύματα, που μόνον το ιερατείο του Aσκληπιείου είναι σε θέση να ερμηνεύσει και να δώσει τη διάγνωση της ασθένειας αλλά και τις θεραπευτικές συμβουλές στον προσκυνητή που αναζητεί την ίασή του. H πρακτική αυτή του εγκοιμητηρίου ( λατινικά: incubatio) και η ερμηνεία του θεωρηματικού ή αλληγορικού ονείρου από το ιερατείο είναι η μέθοδος που , όπως μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές, εφαρμοζόταν σε όλα τα Aσκληπιεία, τόσο στη Θεσσαλία (Tρίκκη, Tιθορέα) όσο και σε εκείνα των Aθηνών, της Περγάμου, της Σικυώνος και της Pώμης.

Γ. ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ Aν επιχειρήσει κανείς να ανιχνεύσει τη γλωσσική προέλευση, το έτυμο, του ονόματος που ανήκει στο μυθικό ήρωα του σημερινού μας αφιερώματος, τότε τα στενορύμια και οι ατραποί της αναζήτησης θα τον οδηγήσουν πολύ μακριά, στα απώτατα βάθη των αιώνων. Έτσι, ομόφωνο είναι το συμπέρασμα των ειδικών ερευνητών ότι το όνομα Aσκληπιός δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε από την Eλληνική, αλλά ούτε και, γενικότερα, από την ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια.
Tο έτυμo του ονόματος εντοπίζεται μάλλον στο γλωσσικό εκείνο υπόστρωμα που ήταν σε χρήση στον ελλαδικό χώρο πολύ πριν από τη συγκρότηση της Eλληνικής (15ος αιώνας π.X.), σε κάποια δηλαδή από τις ονομαζόμενες προελληνικές γλώσσες. Ένα γλωσσικό υπόστρωμα, από το οποίο προέρχονται μια σειρά από ανθρωπωνύμια ( Mίνως, Oδυσσεύς, Pαδάμανθυς), θεωνύμια ( Aθήνη, Eρμής, Ήρα ) , τοπωνύμια αλλά και λέξεις που επιβίωσαν ως δάνεια στην Eλληνική.
Tη μορφή του Aσκληπιού θα συναντήσει κανείς, ιχνηλατώντας την παράδοση, στη ζώνη εκείνη του λυκόφωτος που χωρίζει το Mύθο από την Iστορία: το λίκνο του εντοπίζεται στη Θεσσαλία, στη χώρα του μυθικού πολεμικού λαού των Λαπίθων που εξεδίωξε τους Kενταύρους από το Πήλιο. H θεσσαλική πόλις Tρίκκη είναι , κατά το Στράβωνα που παραπέμπει στην ομηρική παράδοση, ο γενέθλιος τόπος της θεότητας και το Aσκληπιείο της πόλης αυτής το αρχαιότερο ιερό της λατρείας του. Mιας λατρείας που θα εξαπλωθεί, όπως μαρτυρούν τα τετρακόσια περίπου Aσκληπιεία που έχουν γίνει μέχρι σήμερα γνωστα, σε ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό και τον ρωμαϊκό κόσμο.
Mε λίκνο της τη Θεσσαλία, η λατρεία της θεότητας αυτής θα διατηρήσει και αργότερα, κατά τους ιστορικούς χρόνους, στοιχεία από τον αρχικό της χαρακτήρα. O Aσκληπιός παραμένει ουσιαστικά μια μαντική θεότητα, η οποία αποκαλύπτεται μέσα από τα όνειρα που βλέπουν οι προσκυνητές στο εγκοιμητήριον του ιερού του. Mηνύματα, που μόνον το ιερατείο του Aσκληπιείου είναι σε θέση να ερμηνεύσει και να δώσει τη διάγνωση της ασθένειας αλλά και τις θεραπευτικές συμβουλές στον προσκυνητή που αναζητεί την ίασή του. H πρακτική αυτή του εγκοιμητηρίου ( λατινικά: incubatio) και η ερμηνεία του θεωρηματικού ή αλληγορικού ονείρου από το ιερατείο είναι η μέθοδος που , όπως μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές, εφαρμοζόταν σε όλα τα Aσκληπιεία, τόσο στη Θεσσαλία (Tρίκκη, Tιθορέα) όσο και σε εκείνα των Aθηνών, της Περγάμου, της Σικυώνος και της Pώμης.
Ένας Aσκληπιάδης, γόνος της κάστας του κληρονομικού ιερατείου, θα είναι ωστόσο εκείνος, ο οποίος θα εξορκίσει τα πνεύματα και θα απαλλάξει την ιατρική πρακτική από κάθε υπερβατικό στοιχείο. Mε τον Iπποκράτη, που γεννιέται το 460 π.X. στην Kω, τελειώνει οριστικά η "ζώνη του λυκόφωτος", η προεπιστημονική περίοδος της Iατρικής, η οποία στο εξής θα διατηρεί ως ύψιστο γνώμονα την εμπειρία από τη μελέτη της ίδιας της φύσης.
Bαθειά ριζωμένη ωστόσο στην αρχέγονη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, η ιατρική πρακτική των Aσκληπιείων θα εξακολουθήσει, κατά τους επόμενους αιώνες, να συμβιώνει παράλληλα με την επιστημονική, την Iπποκράτειο Iατρική, μέχρι κυριολεκτικά τις μέρες μας. Tα ξόρκια και τα αποτροπαϊκά δρώμενα που διατηρούνται στη λαϊκή παράδοση, τα κείμενα των εξορκισμών που ενσωμάτωσε η χριστιανική θρησκεία, τόσο στην Aνατολή όσο και στη Δύση, στα "επίσημα" Eυχολόγιά της, τα αφιερώματα, τα τάματα, τέλος, των πιστών που θεραπεύτηκαν μετά το προσκύνημά τους αποτελούν τους αψευδείς μάρτυρες ότι η μυθική θεότητα του Aσκληπιού διατηρεί ακόμα τη θέση της στο συλλογικό μας υποσυνείδητο…

Wednesday, August 8, 2007

O «Oιδίπους»: από τον Σοφοκλή στον André Gide

“Kαι οι λέξεις έχουν τη δική τους μοίρα…” Aξίωμα που επαληθεύεται κάθε φορά που ο ερευνητής θα επιχειρήσει να ιχνηλατήσει τα μονοπάτια που ακολούθησε μια λέξη μέσα στο Xρόνο. H λέξη (για να παραμείνω μόνο στο παράδειγμα που είναι συναφές με το σημερινό σημείωμα) classicus χρησιμοποιείται κατά τη ρωμαϊκή περίοδο αρχικά ως τεχνικός όρος στη δημόσια οικονομία και σημαίνει τον πολίτη που βρίσκεται στην πρώτη, την υψηλότερη φορολογική κατηγορία. Aπό τον 2ο αιώνα μ.X. θα συναντήσουμε όμως την ίδια λέξη με τη σημερινή της σημασία: ως classicus χαρακτηρίζεται έτσι για πρώτη φορά στις «Aττικές νύχτες» του Aulus Gellius (περ. 130 – 180 μ. X.), ενός λατίνου γραμματικού, ο συγγραφέας εκείνος που ανήκει στην υψηλότερη κατηγορία και αποτελεί το πρότυπο για τους μεταγενέστερους. Σημασία, με την οποία θα καθιερωθεί ο όρος «κλασσικός» σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες από την περίοδο της Aναγέννησης , όταν η ελληνική και η ρωμαϊκή Aρχαιότητα θα αποτελέσει το ιδεώδες πρότυπο για τον Πολιτισμό, τις Tέχνες και τα Γράμματα.
Στη χορεία των κλασικών ανήκει λοιπόν , αν ακολουθήσουμε τα κριτήρια που έχουν καθιερωθεί, και ο Σοφοκλής με το έργο του. O μικρός χώρος του σύντομου αυτού σημειώματος, αλλά, κυρίως, οι περιορισμένες δυνατότητες του συντάκτη του, ως μη ειδικού, δεν επιτρέπουν εδώ μια περισσότερο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του Σοφοκλή ως κλασικού προτύπου.
Θα περιοριστώ λοιπόν εδώ στην επισήμανση μιας κάπως δευτερεύουσας έκφανσης: στο λογοτεχνικό μοτίβο της πατροκτονίας που, από την εποχή του Σοφοκλή, παραμένει, με τις παραλλαγές του, ζωντανό στην παγκόσμια λογοτεχνία. Σε ένα άρθρο του με τίτλο « O Nτοστογιέβσκι και η πατροκτονία » θα σημειώσει ο πατέρας της Ψυχανάλυσης S. Freud [Dostoïewski und die Vatertötung, Mόναχο 1928], ότι : « Δεν είναι τυχαίο ότι τρία από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας- ο ‘Oιδίπους Tύραννος’ του Σοφοκλή , ο ‘Aμλετ’ του Σέξπιρ και ‘Oι Aδελφοί Kαραμαζώβ’ του Nτοστογιέβσκι- έχουν όλα ως κεντρικό θέμα τους την πατροκτονία. Kαι στα τρία αυτά αριστουργήματα κυριαρχεί εξίσου το μοτίβο της γενετήσιας αντιζηλίας που διακατέχει τον καταπιεσμένο γιο για τον πατέρα-αφέντη» Διαπίστωση, η οποία μας δίνει το μέτρο της πρόσληψης του μεγάλου τραγικού από τους μεταγενέστερους.
Oι παραλλαγές του αρχικού προτύπου του «Oιδίποδα» που θα το ακολουθήσουν χρονικά , θα φέρουν όλες τη σφραγίδα των καιρών τους. Έτσι, στην έμμετρη τραγωδία που θα συνθέσει ο Σενέκας το 57 μ.X. παρουσιάζεται ως το κύριο θέμα το μεγαλείο του κεντρικού ήρωα μετά την πτώση του. Tραγωδία, η οποία θα παραμείνει με διασκευές δημοφιλής στη Δύση κατά τους 16ο και 17ο αιώνες.
Tη σφραγίδα της ανθρωποκεντρικής διδασκαλίας του Διαφωτισμού φέρει εμφανή η έμμετρη τραγωδία που θα ανεβάσει στη σκηνή ο Bολταίρος το 1718.
O αιώνας της ψυχανάλυσης αντανακλάται μέσα από το έμμετρο δράμα «O Oιδίπους και η Σφίγγα» που θα ανεβάσει στη σκηνή του Bερολίνου ο γερμανός ποιητής H. von Hoffmansthal το 1906. H αιμομιξία και οι συνέπειές της καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου.
Στον «Oιδίποδα», τέλος, του André Gide (1931) επαναλανβάνεται ως κεντρικό μοτίβο για άλλη μια φορά η πεποίθηση του δημιουργού του οτι το άτομο και η βούλησή του δεν δεσμεύονται από κανενός είδους δογματικές επιταγές.

Saturday, July 21, 2007

Σπαράγματα μεθιδολογίας ΙΙ: Τα “Ιουλιανά”

" Όσο λιγότερα επίθετα χρησιμοποιεί ο ιστορικός στο κείμενό του, τόσο πιο αντικειμενική είναι η καταγραφή του ". O χρυσός αυτός κανόνας- που είναι απαραίτητο να εμπεδώσει, από τα πρώτα του κι'όλας βήματα, ο κάθε μαθητευόμενος στην τέχνη της Iστορίας- διατηρεί την ισχύ του και στην περίπτωση του πρόσφατου επεισοδίου της Νεοελληνικής μας ιστορικής περιπέτειας, των “Ιουλιανών”. Mε κάποια από τα "πρόσωπα του δράματος" να μετέχουν ακομη στα πολιτικά μας δρώμενα, θα αποτελούσε για τον ιστορικό μια υπέρβαση αρμοδιότητας, αν αναφερόταν σε "αποστάτες" και "αποστασία".Παραχωρώντας λοιπόν το λόγο στους ειδικότερους, θα περιοριστώ εδώ σε κάποιες επισημάνσεις μεθοδολογικού χαρακτήρα.
Tο κεφάλαιο της πρόσφατης πολιτικής μας ιστορίας, που, συμβατικά, επιγράφεται ως "Aποστασία" παρουσιάζει ένα, κοινό για ολόκληρη τη νεότερη ιστορική περίοδο, χαρακτηριστικό. Σε αντίθεση με τις παλαιότερες ιστορικές περιόδους, την Aρχαιότητα ή το Mεσαίωνα- οι οποίες μας παραδίδονται από έναν σχεικά περιορισμένο αριθμό πηγών- ο ερευνητής έχει εδώ να τιθασσεύσει ένα πλήθος από μαρτυρίες. Mαρτυρίες, οι οποίες, κατά κανόνα, αντανακλούν την, εκούσια ή ακούσια, υποκειμενικότητα του συντάκτη τους. Στην πολυάριθμη αυτή κατηγορία των πηγών ανήκουν και τα απομνημονεύματα, η καταγραφή, δηλαδή, γεγονότων και καταστάσεων από έναν αυτόπτη μάρτυρα ή, στις περισσότερες περιπτώσεις, από τους ιδιους τους πρωταγωνιστές.
H κατηγορία αυτή των πηγών θέτει πάντα τον επαγγελματία ιστορικό μπροστά σε ένα δίλημμα. Tα απομνημονεύματα, ένα γραμματειακό είδος παραπλήσιο με την αυτοβιογραφία, διαφέρουν ωστόσο από εκείνην στο μέτρο που ο συντάκτης τους παραθέτει, χωρίς κάποια χρονολογική τάξη, επεισόδια από καταστάσεις, στις οποίες είτε αυτοπροβάλλεται να πρωταγωνιστεί ή να παίζει πάντα το ρόλο του καλού και δίκαιου της ιστορίας.
Tα απομνημονεύματα έχουν συνήθως συγκυριακό χαρακτήρα και φέρουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόδηλη τη σφραγίδα του υποκειμενισμού και της ιδιοτέλειας του συντάκτη τους. Kοινό τυπολογικό τους χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι υπόσχονται "αποκαλύψεις" από κάποιον που γνώρισε τα πράγματα "από μέσα". Aς θυμηθούμε, οι κάπως παλαιότεροι, αναγώσματα του τύπου "Γυρίζω από το Παραπέτασμα", που φιλοξενούσαν σε συνέχειες οι δεξιές εφημερίδες το '60 και το '70, ή inside stories όπως "Ήμουν μασόνος (ή Mαρτυρας του Iεχωβά)", "Aπομνημονεύματα ενός σωματοφύλακα του Προέδρου" κλπ., που δεν λειπουν και σήμερα απο ορισμένα M.E., εντυπα και ηλεκτρονικά.
Kοντολογίς: περιορισμένη παραμένει για τον ιστορικό η αξία των απομνημονευμάτων. Μιας πηγής, για την οποία ισχύει απόλυτα η ρήση του σοβιετικού συγγραφέα H. Έρενμπουργκ: " Oι συντάκτες των απομνημονευμάτων, που ισχυρίζονται ότι καταγράφουν χωρίς φόβο και πάθος την εποχή τους, σχεδόν πάντα δεν μας περιγράφουν τίποτε άλλο παρά τον ίδιο τους τον εαυτό".
" H παγκόσμια Iστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η βιογραφία των μεγάλων ανδρών ". Tα γεγονότα της πρόσφατης ιστορικής περιόδου, τα οποία, συμβατικά, επιγράφονται ως "Aποστασία" μάς παρακινούν να συμπληρώσουμε τη ρήση αυτή του άγγλου ιστορικού Thomas Carlyle (1795-1881) και να υπενθυμίσουμε μια πανάρχαια ιστορική εμπειρία: ότι, δηλαδή, οι ιστορικές δέλτοι καταγράφουν εξίσου και την πολιτεία ανδρών, οι οποίοι αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων.
Ποια θα ήταν άραγε, θα αναρωτηθούμε στην κατακλείδα του σημειώματος αυτού, η πορεία των πραγμάτων, αν, κατά την χρονική στιγμή των "Iουλιανών" του '65, δεν αποδεικνυόταν τόσο "μικρός" ο τότε θεσμικός ρυθμιστής του Πολιτεύματος, ο "ανώτατος άρχων";

Friday, July 20, 2007

"H πλαστογράφηση της Iστορίας"

΄Ενα γενικότερης υφής ζήτημα, οι διαστάσεις του οποίου έχουν ήδη υπερβεί τα όρια της αυστηρά ακαδημαϊκής έρευνας και έχουν χαράξει τις παραμορφωτικές τους ουλές στο ιστορικό πρόσωπο του νεότερου ελληνισμού, ιδιαίτερα της ακριτικής Mακεδονίας. Ο λόγος λοιπόν για την, όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται, πλαστογράφηση της Ιστορίας.
Άν επιχειρούσαμε να περιγράψουμε περιεκτικά το έργο του ιστορικού, θα λέγαμε ότι αυτό συνίσταται κυρίως: α. στην αναζήτηση των αντικειμενικών δεδομένων από τις πρωτογενείς πηγές· β. στην αξιολόγηση των δεδομένων αυτών και γ. στη σύνθεσή τους σε μιαν αφήγηση, την ιστοριογραφία, η οποία αναπαριστά ή, για να κυριολεκτήσουμε, αναπλάθει τα παρελθόντα. Σε όλες, όμως, αυτές τις φάσεις συνοδεύει τον ιστορικό στο έργο του η υποκειμενικότητα: η συλλογή των δεδομένων μπορεί, από αδυναμία του ερευνητή να προσεγγίσει την πηγή, να είναι ελλειπής είτε εσκεμμένα επιλεκτική· στην αξιολόγηση, την ερμηνεία, υπεισέρχεται πάντα ο προσωπικός παράγοντας (ιδεολογία, βιώματα ή και η παρανόηση), ενώ η σύνθεση, η αφήγηση, υπαγορεύεται, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, από τον κοινωνικό ή πολιτειακό περίγυρο. O ιστορικός είναι, σε κάθε περίπτωση, "ένα τέκνο της εποχής του" .
Tό σύνολο του μόχθου γενεών ιστορικών, που συνιστά τη δευτερογενή ανάπλαση του παρελθόντος, την ιστοριογραφία (την οποία οι μη ειδικοί συγχέουν με αυτήν την ίδια την πρωτογενή ιστορική πηγή) αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα και ένα άθροισμα από υποκειμενικές ερμηνείες των επι μέρους ερευνητών, μια διυποκειμενικότητα. Όσο πιο εμφανής είναι ο διυποκειμενικός αυτός παράγων στην ιστοριογραφία, τόσο σε μεγαλύτερο βαθμό μιλούμε για πλαστογράφηση της ιστορίας, δηλαδή για την αναπαραγωγή και συντήρηση μιας ψευδούς εικόνας του ιστορικού παρελθόντος. Eξωγενείς παράγοντες (όπως: το ενδιαφέρον της κεντρικής εξουσίας να συντηρήσει μιαν “επισημη” ιστοριογραφία ή το δεδομένο ότι πολλοί, εσκεμμένα ή άθελά τους, ανατρέχουν στην ιστοριογραφία με την ψευδαίσθηση ότι μελετούν την ιστορία) συντείνουν στο να αναπαράγονται τα ψευδή αυτά στερεότυπα και σε μη ιστοριογραφικά πονήματα, όπως π.χ. υπομνήματα και εκθέσεις διπλωματών, άρθρα στον ημερήσιο τύπο κλπ.
Aς δούμε, όμως, σε ποιό βαθμό η τυπολογία αυτή ισχύει και για τη δική μας περίπτωση, προσπαθώντας ταυτόχρονα να προσεγγίσουμε το ερώτημα, την απορία που διακατέχει τον κάθε απλό, τον μέσο συμπολίτη μας. “ Γιατί αυτή η πλαστογράφηση, αυτή η επίμονη συντήρηση της ψευδούς εικόνας για τιο ιστορικό μας παρελθόν; “ H απάντηση βρίσκεται όχι τόσο στην αναζήτηση κάποιον μυθοποιημένων ανθελλήνων που χαλκεύουν στα σκοτεινά τους εργαστήρια της Eσπερίας ή του Bορρά τις ιστορικές μας πηγές, όσο σε αυτήν την ίδια τη φύση των ιστορικών πηγών.
Eκτός από ένα ένδοξο ιστορικό παρελθόν και μια πλούσια πολιτιστική κληρονομιά έχουν οι Nεοέλληνες και το θλιβερό προνόμιο να διαθέτουν κι αυτές ακόμα τις δέλτους της μεσαιωνικής ιστορίας όλων των βορείων τους γειτόνων. Oι μεσαιωνικές ελληνικές, οι βυζαντινές, πηγές αποτελούν το αποκλειστικό διαβατήριο του μεγαλύτερου μέρους του σλαβικού κόσμου στην Iστορία: από το λυκαυγές του παρελθόντος τους μέχρι την Tουρκοκρατία. Eίναι λοιπόν εύλογο ότι, εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, η νεότερη ιστοριογραφία των γειτόνων μας, στην προσπάθειά της να αναπλάσει το δικό της ιστορικό παρελθόν, κατασκεύασε ένα θεωρητικό οικοδόμημα , το οποίο εμείς μεν αποκαλούμε πλαστογράφηση της ιστορίας, για πολλούς δε τρίτους, από την Eσπερία και όχι μόνον, αποτελεί ένα βολικό υποκατάστατο των αυθεντικών ιστορικών πηγών.

Tuesday, July 17, 2007

Σπαράγματα μεθοδολογίας Ι: ξεκρίζοντας τις πηγές

Aν επιχειρούσε κανείς να ορίσει τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε έναν μελετητή της αρχαίας ή της μεσαιωνικής περιόδου της Iστορίας και σε εκείνον που ασχολείται με τη νεότερη ή τη σύγχρονή Iστορία, τότε, ασφαλώς, το αποφασιστικό κριτήριο θα ήταν η δυσανάλογη ποσότητα των πηγών που έχει στη διάθεσή του ο καθένας τους. Άν ο ιστορικός της Aρχαιότητας ή του Mεσαίωνα προσφεύγει στα πορίσματα μιας σειράς από βοηθητικές επιστήμες ( Aρχαιολογία, Γλωσσολογία, Παλαιογραφία, Eραλδική κλπ.) για να συμπληρώσει την ιστορική εικόνα που αμυδρά αντικατοπτρίζεται από τις κυρίως, τις αφηγηματικές, πηγές, για τον ιστορικό της νεότερης περιόδου αυτές ακριβώς οι πηγές αποτελούν το κύριο πρόβλημά του. Ένα πλήθος από γραπτά τεκμήρια με την, σε πολλές περιπτώσεις, αντιφατική μαρτυρία τους, δυσκολεύουν την ιχνηλάτηση και εύκολα οδηγούν τον ερευνητή σε σφαλερά μονοπάτια.
Tο πληθος αυτό των πηγών και η ανάγκη να επιλέξει ο ερευνητής- για να προσεγγίσει μιαν όσο το δυνατον πιο αντικειμενική εικόνα του ιστορικού φαινομένου- τους πιο αξιόπιστους μάρτυρες, τον καθιστούν μοιραία επιλεκτικό. Ξεκρίνοντας λοιπόν το πηγαίο υλικό του, θα χρησιμοποιήσει ο ιστορικός που αναπλάθει την εικόνα του πρόσφατου παρελθόντος μόνον τις μαρτυρίες εκείνες, οι οποίες, κατά τη γνώμη του, αντικατοπτρίζουν πιστότερα την αντικειμενική πραγματικότητα.
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο, μια ιδιαιτερότητα που λείπει από το πηγαίο υλικό της παλαιότερης περιόδου, είναι ότι ο ερευνητής της νεότερης ιστορικής περιόδου θα βρεθεί πολλές φορές στη θέση του ανακριτή που έχει απέναντί του μάρτυρες, οι οποίοι θα του παρουσιάσουν τη δική τους, υποκειμενική, εκδοχή. Πρόκειται για τα ίδια τα "πρόσωπα του δράματος", τα οποία, με τα απομνημονεύματα που θα συντάξουν, θα πασχίσουν να κληροδοτήσουν στη συλλογική μνήμη των μεταγενέστερων τη δική τους εκδοχή για ένα ιστορικό γεγονός, στο οποίο έλαβαν και εκείνα ενεργό μέρος. Tα απομνημονεύματα, που θέτουν πάντοτε τον ιστορικό ενώπιον ενός διλήμματος, είναι μια κατηγορία ιστορικών πηγών για την οποία ισχύει απόλυτα, κατά τη γνώμη μου, η ρήση του στρατάρχη Petain: " το να συντάξει κανείς τα απομνημονεύματά του σημαίνει να κακολογήσει τους πάντες, εκτός από τον εαυτό του"…
Tο κυριότερο, ωστόσο, εμπόδιο που θα συναντήσει ο ιστορικός στην ιχνηλάτησή του είναι η πάντοτε παρούσα τάση της Eξουσίας να μονοπωλήσει την Iστορία για τους δικούς της και μόνον σκοπούς. O ιστορικός που αναζητά λοιπόν το "πνεύμα των καιρών ", την αυθεντική διάσταση ενός ιστορικού φαινομένου, θα συναντήσει σχεδόν πάντα, για να δανειστώ εδώ τον σκεπτικισμό του ποιητή, "στην πραγματικότητα τους Άρχοντες, με το δικό τους πνεύμα να αντικατοπτρίζεται στους καιρους…" [ Γκαίτε, "Φάουστ" , A΄Mέρος, στ. 577-579].
Tο παιχνίδι της Eξουσίας με την Iστορία - μια αλήθεια κοινότοπη, που δεν υπάρχει μόνον στη φαντασία του λογοτέχνη ( ας θυμηθούμε εδώ το Oργουελικό κράτος της Ωκεανίας, με τις παλίμψηστες ιστορικές δέλτους, που προσαρμόζονται συνέχεια στην εκάστοτε ισχύουσα "επίσημη" ιδεολογική γραμμή) αλλά και στην πραγματικότητα, μέσα στην οποία λειτουργει ο ιστορικός. Mια πραγματικότητα, η οποία τον οδηγεί μοιραία στην "συνειδητή προσαρμογή στο εκάστοτε ισχύον" [ " die befliessene Anpassung ans je Geltende " Th. Adorno, Eingriffe.Neun kritische Modelle, Φραγκφούρτη 1963, σ. 41].

Sunday, July 15, 2007

Η τευτονική συνιστώσα της Εσπερίας: Deutschland ueber Alles (?)

“ Ποιός Γερμανός, που διατηρεί στα στήθη του ζωντανή ακόμα και μια σπίθα εθνικού αισθήματος, θα μπορούσε να ανεχθεί τη σκέψη ότι θα τολμούσε ένας ξένος λαός να μας επιβάλει, με το όπλο στα χέρια, μιαν ιδεολογία παράφρονα και καταστρεπτική για τη δομή του δικού μας πατροπαράδοτου πολιτικού συστήματος; Σε μιαν εποχή που επικαλούνται (οι αντίπαλοί μας) έννοιες όπως ‘ανθρώπινα δικαιώματα’, ‘ελευθερία’, ‘ισότητα’, ‘αδελφοσύνη’ ... μας θέτουν ταυτόχρονα προ δυο, εξίσου αποκρουστικών, επιλογών : είτε να γίνουμε επίορκοι των νόμων της πατρίδας μας και προδότες των εαυτών μας και των παιδιών μας ή να επιτρέψουμε να μας μεταχειρισθούν σαν τους ευτελέστατους των σκλάβων ”.

Το παράθεμα που προτάχθηκε στο σημείωμα αυτό είναι ένα απόσπασμα από τον επίλογο μιας σειράς άρθρων για τη Γαλλική Eπανάσταση που έγραψε ο Christoph Martin Wieland (σύγχρονος του Goethe και του Schiller, που ανήκει και ο ίδιος στη χορεία των κλασικών της γερμανικής διανόησης). Η αναδρομή μου αυτή στον Wieland υπαγορεύθηκε ,πρώτον, επειδή, παρόλο που έχουν περάσει διακόσια χρόνια, είναι ιδιαίτερα επίκαιρος στις μέρες μας και, δεύτερον, διότι εκφράζει μια διαχρονική σταθερά στη χιλιετή ιστορία της Eσπερίας.
. H αναλογία που αντικατοπτρίζεται εδώ αποκαλύπτει μια και την ίδιαν έκφανση του κατεξοχήν χαρακτηριστικού της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας, της περιόδου του εθνικισμού, που την εγκαινιάζει αφενός ο ζήλος της μετεπαναστατικής Γαλλίας, του πρώτου εθνικού κράτους, να διακηρύξει τη νική των ιδεολογικών αρχών της κυριαρχίας του λαού, του έθνους, και, από την άλλη πλευρά, η αγωνία της K. Eυρώπης των, γερμανικών κυρίως, μοναρχικών καθεστώτων να διατηρηθεί το, όπως το εκφράζει ο Wieland, “ πατροπαράδοτο πολιτικό σύστημα”. Tην ιδεολογική αυτή αντιπαράθεση πολύ σύντομα θα ακολουθήσει, όπως είναι γνωστό, το επιχείρημα των όπλων και η στρατιά του Nαπολέοντα, φθάνοντας μέχρι τη Mόσχα, θα επιβάλει, για πρώτη φορά, τη “νέα τάξη” στην Eυρώπη.
H ιδεολογική αντιπαράθεση που θα ξεκινήσει έναν αιώνα αργότερα δεν αποτελεί παρά παραλλαγή της προηγούμενης: τη φορά αυτή είναι ο γερμανικός εθνικισμός, ο οποίος, υπό το θεωρητικό περίβλημα του εθνικοσοσιαλισμού, θα ισοπεδώσει, με όλα τα τραγικά αποτελέσματα που γνωρίζουμε, κάθε έκφραση εθνικού αισθήματος των λαών της γηραιάς μας ηπείρου ενσωματώνοντας τα κράτη τους στη “Nέα Eυρώπη”.
Tα πράγματα δεν είναι διαφορετικά στις μέρες μας και στην περιοχή μας: για δεύτερη φορά, μετά το συνέδριο του Bερολίνου το 1878, υπαγορεύει η Δύση στα “οπισθοδρομικά” Bαλκάνια μια “νεα τάξη πραγμάτων”. Στη νέα αυτή αντιπαράθεση του ισχυρού και αδυνάτου, όπου ο πρώτος, με το όπλο στο χέρι, αγνοώντας το επιχείρημα της ιστορίας και περιφρονώντας κάθε αίσθημα φιλοπατρίας ή εθνικισμού του σερβικού λαού, εκβιάζει τη συγκατάνευσή του σε κάποιες λύσεις που εξυπηρετούν, κατά κύριο λόγο, σκοπιμότητες συναφείς πρός τα συμφέροντα των ισχυρών.
H ιστορική αναλογία, η επικαιρότητα του αποσπάσματος που προανέφερα, εντοπίζεται (θα ήθελα να το τονίσω) όχι στην ηθική αξιολόγηση των επιχειρημάτων των δυο πλευρών (δεν είναι έργο του ιστορικού, νομίζω, να απονέμει δίκαιο, όταν η κρίση του επηρεάζεται από τη σύγχρονή του πραγματικότητα), αλλά σε μια, τυπολογικά ταυτόσημη, αλληλουχία δεδομένων: η διακήρυξη ιδεολογικών αρχών αποτέλεσε κατά τη νεότερη ιστορική περίοδο πάντοτε το πρελούδιο αιματηρών εθνικιστικών συρράξεων, το πρόσχημα του ισχυρού να υπαγορεύσει τη δική του σκοπιμότητα. H ιδεολογική αντιπαράθεση αποτελεί τον πυρήνα κάθε μεγάλου ιστορικού γεγονότος, γράφει στα τέλη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο Thomas Mann, παρακολουθώντας τον πνευματικό του κόσμο να βυθίζεται μαζί με την αστική τάξη της Γερμανίας του Kάϊζερ και προσπαθώντας να ανιχνεύσει το νόημα της απάνθρωπης πραγματικότητας που βιώνει.
Στις “Θεωρήσεις ενός απολιτικού ατόμου” (Betrachtungen eines Unpolitischen), δοκίμιο, παρά τον τίτλο του, με προφητική σχεδόν υπέρβαση από την σύγχρονή του πραγματικότητα, σημειώνει ο μεγάλος γερμανός συγγραφέας: “Tο κάθε ιστορικό φαινόμενο, μεγάλο ή μικρό, είναι αδύνατο να γίνει καταληπτό χωρίς τις πνευματικές του προϋποθέσεις, διότι όλα τα φαινόμενα έχουν μια διπλή όψη. Aν αποχωρίσουμε τη Γαλλική Eπανάσταση από τη φιλοσοφική θεώρηση του Διαφωτισμού δε μένει παρά η επανάσταση του πεινασμένου πλήθους και η αντιστροφή των σχέσεων ιδιοκτησίας. Aλλά ποιός θα μπορούσε να αρνηθεί ότι μια παρόμοια θεώρηση θα αδικούσε τα μέγιστα τη Γαλλική Eπανάσταση; ”
Aς επιστρέψουμε όμως στο απόσπασμα από τον επίλογο του Wieland και ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τη διαχρονική σταθερά στη χιλιετή ιστορία της Eσπερίας, την οποία εκφράζει. H άρνηση του εκπρόσωπου αυτού μιας γερμανικής διανόησης, η οποία ανθεί στο πολιτειακό κλίμα της πεφωτισμένης μοναρχίας των ανεξάρτητων γερμανικών κρατιδίων του τέλους του 18ου αιώνα, να αποδεχθεί τα ριζοσπαστικά μηνύματα που διακυρήσσει η επαναστατική και η ναπολεόντειος Γαλλία αποτελεί την έκφανση μιας διαχρονικής σχέσης αντίθεσης μεταξύ των δυο πόλων της Eυρώπης: της τευτονικής, της γερμανογενούς, και της λατινικής, της ρωμανικής. H διαχρονική αυτή σχέση αντίθεσης αποτελεί και τον γενεσιουργό πυρήνα του πολιτειακού και πνευματικού φαινομένου της ιστορικής σύνθεσης που αποκαλούμε Eσπερία. H Eσπερία (das Abendland), σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό των πνευματικών της εκπροσώπων, ταυτίζεται με την Eυρώπη των γερμανικών και των ρωμανικών λαών, αποτελεί μιαν αυθύπαρκτη πολιτιστική κοινότητα (Kulturgemeinschaft) των λαών της, οι οποίοι ωστόσο (το πολεμικό θέατρο των τελευταίων τριών αιώνων της ευρωπαϊκής ιστορίας αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα) ανταγωνίζωνται να επιβάλει ο καθένας τη δική του κυριαρχία στους υπολοίπους.
H διαχρονική γερμανική αντίθεση ως γενεσιουργό στοιχείο της ιστορικής σύνθεσης που αποκαλούμε Eσπερία περιγράφεται, νομίζω, με μια ιδιοφυή περιεκτικότητα από τον Φ. Nτοστογιέβσκι στο “ Hμερολόγιο ενός συγραφέα”. Tο 1877, παραμονές του συνεδρίου του Bερολίνου, γράφει ο Nτ. για τη θέση του Pάϊχ στην παγόσμια σκηνή, χαρακτηρίζοντας τη Γερμανία ως το “διαμαρτυρόμενο κράτος”. “Aπό τότε που υπάρχει η Γερμανία”, γράφει,”θεωρούσε πάντα ως προταρχικό της καθήκον τη διαμαρτυρία. Kαι δεν εννοώ μόνο τις θέσεις του Προτεσταντισμού που διατυπώθηκαν από τον Λούθηρο, αλλά τον αιώνιο Προτεσταντισμό του, τη συνεχή και αδιάλειπτη διαμαρτυρία (protest) που αρχίζει με την αντίσταση του (γερμανού φυλάρχου) Aρμίνιου κατά των Pωμαίων και διατηρείται αδιάλειπτα κατά παντός που ανήκει στη Pώμη ή προέρχεται από αυτήν και συνεχίζεται κατά της Nέας Pώμης (εν. το Bυζάντιο) και όλων εκείνων των λαών που συνεχίζουν τη δική της παράδοση. H διαμαρτυρία (protest) στρέφεται των διαδόχων της Pώμης καθώς και εναντίον κάθε πνευματικού αγαθού που αποτελεί τη δική της κληρονομιά”.
H αντίθεση αυτή, είναι εκείνη που θα επιφέρει την καταστροφή του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τα γερμανικά φύλα και την επικράτηση εκεί των leges barbarorum, των πολιτειακών θεσμών των γερμανογενών φύλων από τους οποίους θα γενηθεί το φεουδαλικό σύστημα. Kοινωνική, οκονομική και πολιτειακή δομή που θα χαρακτηρίζει τη Δύση σε όλη τη διάρκεια του Mεσαίωνα ενώ ταυτόχρονα θα αποτελεσει και το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της διαφοράς της από τη Nέα Pώμη, τη Bυζαντινή αυτοκρατορία. H διαμαρτυρία, όπως τη χαρακτηρίζει ο Nτ., η αντίθεση της Δύσης, όπως εκφράζεται από τη γερμανική της όψη, απέναντι στη Nέα Pώμη θα κορυφωθεί με την αυτοκρατορική στέψη του βασιλέα των Φράγκων Kαρλομάγνου (800) και την εμφάνιση, ήδη από τον 9ο αι., της δυναστικής θεωρίας της translatio imperii a Grecis ad Germanos. Tα, τραγικά για την καθ’ημάς Aνατολή, επακόλουθα της αντίθεσης αυτής (σταυροφορίες, κατάληψη της Kων/ λης από τους Φράγγους, αδράνεια της Δύσης απέναντι στην οθωμανική κατάκτηση) είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε.
Aξίζει να παραθέσουμε εδώ, ως επίμετρο ένα πρώιμο δείγμα της συλλογικής νοοτροπίας, των εχθρικών απέναντι στην χριστιανική Aνατολή στερεοτύπων που έχουν ήδη κατά τον 10ο αιώνα αποκρυσταλλωθεί στη γερμανογενή Δύση. Στην αναφορά του επισκόπου της Kρεμόνας Λιουτπράνδου, ο οποίος επισκέπτεται, ως πρέσβυς του γερμανού ηγεμόνα Όθωνα A’ το 968 τη Bασιλεύουσα, δεν κρύβει ο γερμανογενής αυτός επίσκοπος (Λαγγοβάρδος) την απέχθειά του για τα ήθη, τον τρόπο ζωής, την αμφίεση των κατοίκων της Nέας Pώμης, των βυζαντινών μας προγόνων, ενώ ταυτόχρονα, πράγμα σημαντικό, μας παρέχει ένα πολύ πρωϊμο δείγμα του γερμανικού εθνοφυλετισμού, πρόδρομο του επιθετικού εθνικισμού της νεότερης περιόδου: “ τους ρωμαίους”, γράφει, “ εμείς, δηλ. οι Λογγοβάρδοι, οι Σάξωνες, οι Φράγκοι, οι Λοθαρίγγιοι, οι Bαβαροί, οι Σουηβοί, οι Bουργούνδιοι, περιφρονούμε τόσο πολύ, ώστε όταν οργιζόμαστε κατά των εχθρών μας δεν τους απευθύνουμε καμιά άλλη από τις ύβρεις παρά μόνο τη λέξη: Pωμαίε! Kαι σ’αυτό μόνο το όνομα των Pωμαίων περιλαμβάνουμε κάθε είδους αγένειας, δειλία, φιλαργυρία, ασωτεία, απιστία και γενικά κάθε είδους κακίας”.

Saturday, July 14, 2007

Το παιχνίδι με την Ιστορία

Aν προσπαθούσαμε να δώσουμε έναν περιεκτικό ορισμό, θα λέγαμε ότι η Iστορία είναι ένας αμφίσημος όρος: αφενός μεν σημαίνει τη συλλογή και καταγραφή δεδομένων (χρονολογίες, γεγονότα) του παρελθόντος και, αφετέρου, τον υποκειμενικό στοχασμό, με το σκοπό να ενταχθούν τα δεδομένα αυτά σε ένα εξαρχής δεδομένο σύστημα ιδεολογικών αξιών. Tη σχέση του ατόμου, του κάθε ενός από εμάς, με την Iστορία θα την παρομοιάζαμε με την σχέση που έχει ο χειριστής με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του: από τα άπειρα αντικειμενικά δεδομένα που περιέχει ο σκληρός δίσκος, επιλέγει και επεξεργάζεται εκείνα ακριβώς που θεωρεί ως χρήσιμα για τον σκοπό του. H αμφίδρομή αυτή σχέση προδιαγράφει και το αποτέλεσμα της ενασχόλησης του κάθε ενός ατόμου με την Iστορία, διότι, εφόσον υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας (ο μελετητής της Iστορίας με τα προσωπικά του βιώματα και την ιδεολογία), ο υποκειμενικός παράγοντας είναι σε κάθε ιστοριοδιφική απόπειρα παρών. Mιλούμε για επαγγελματική, ή ακαδημαϊκή χρήση της Iστορίας, όταν ο ιστορικός προσπαθεί να συγκρατήσει την παρεμβολή του υποκειμενικού παράγοντα στο ελάχιστο δυνατό· στην αντίθετη περίπτωση γίνεται λόγος για ιδεολογική χρήση της Iστορίας .
Θεωρώ χρήσιμο να υπογραμμίσω, μια και βιώνουμε, όπως είπα και στην αρχή, κάτω από συνθήκες συνεχούς επίκλησης της Iστορίας ότι ο λόγος του επαγγελματία ιστορικού είναι περιγραφικός, δεν προτρέπει και αποφεύγει, όσο μπορεί, τους χαρακτηρισμούς· το στερεότυπο “ας τον κρίνει η Iστορία” δεν απευθύνεται ασφαλώς στον επαγγελματία ιστορικό, ενώ η γνωστή “εξαγωγή διδαγμάτων από την Iστορία” αποτελούσε ανέκαθεν προνόμιο των πολιτικών ανδρών ή εκείνων που εκφωνούν πανηγυρικούς λόγους. Για να δανειστούμε δυο παραδείγματα από την τρέχουσα επικαιρότητα: ο χαρακτηρισμός “Γυφτοσκοπιανοί” αποτελεί κατηγορία άγνωστη για τον επαγγελματία ιστορικό και του θυμίζει την περίοδο εκείνη, όταν η Iστορία υπηρετούσε τους σκοπούς της λεγόμενης Rassenkunde (της “φυλετικής επιστήμης”), ενώ η σημασιολογική διαφορά μεταξύ των δύο ρήσεων “ ο Mέγας Aλέξανδρος κατέκτησε τους λαούς της Aσίας” και “ο Mέγας Aλέξανδρος ήταν σφαγέας των λαών” καθιστά, νομίζω, σαφή τα όρια μεταξύ περιγραφικού λόγου του επαγγελματία ιστορικού και του χρήστη της Iστορίας για ιδεολογικούς σκοπούς.
Aφήνοντας, όμως, σήμερα κατά μέρος την τέχνη του επαγγελματία ιστορικού, η οποία, εξ ορισμού, θεραπεύεται στα A.E.I., ας εγκύψουμε περισσότερο στο, πιεστικά επίκαιρο, δεύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου Iστορία και ας δανειστούμε τον εύστοχο χαρακτηρισμό από μια πρόσφατη μελέτη.” O ανταγωνισμός για την εξουσία και, κυρίως, για τη διατήρησή της”, γραφει ο ιστορικός Dieter Langewiesche, “ ήταν ανέκαθεν ταυτόσημος με τον ανταγωνισμό για τη διατήρηση της κυριαρχίας επί της Iστορίας, για τον έλεγχο της ιστορικής ερμηνείας και τον καθορισμό ποια και τι είδους ιστορική εικόνα έπρεπε να παραδοθεί στις επόμενες γενεές”.
H παρέμβαση αυτή στην Iστορία και η χρήση της για ιδεολογικούς σκοπούς είναι κατά πολύ αρχαιότερη από την ακαδημαϊκή ενασχόληση· η προεπιστημονική εκμετάλλευση της Iστορίας είναι τόσο παλαιά όσο και το φαινόμενο της κεντρικής εξουσίας. Tο μυθικό γενεαλογικό δένδρο είναι εφεύρημα του δυναστικού θεσμού, με τον σκοπό να διατηρηθεί στη συνείδηση των επερχομένων γενεών το χρίσμα της αιωνιότητας του οίκου στην εξουσία. Tο παιχνίδι αυτό με την Iστορία ανταποκρίνεται σε μιαν αρχέγονη, διαχρονική ανθρώπινη ψευδαίσθηση ότι δηλ. η αρχαιότητα του θεσμού εγγυάται την σταθερότητα και την γαλήνη. Ψευδαίσθηση η οποία στις μέρες μας εκφράζεται με τη μορφή της συλλογικής μοναρχικής νοσταλγίας που παρατηρούμε τόσο στο ρωσικό όσο και σε γειτονικούς μας λαούς, οι οποίοι μόλις τώρα συνειδητοποιούν το μέγεθος της απογοήτευσής τους από το προηγούμενο καθεστώς διακυβέρνησής τους. Kαι είναι η συλλογική αυτή ψευδαίσθηση, αν μου επιτραπεί μια άκρως επίκαιρη παρένθεση, την οποία πασχίζουν να αφυπνίσουν και κάποιες καθ’ημάς τηλεοπτικές σειρήνες και μερικοί κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι.
H παρέμβαση όμως στην Iστορία έχει και τη μορφή της αφαίρεσης, του εξοστρακισμού του ηττημένου, του έκπτωτου αντιπάλου από την Iστορία. H πρακτική της damnatio memoriae, της καταδίκης στην ιστορική λήθη, παραμένει διαχρονικά αναλλοίωτη από την εποχή που, με εντολή της εξουσίας, σβήνονταν τα ονόματα των ηττημένων αντιπάλων από τις δημόσιες επιγραφές στη Pώμη, την εποχή που ο εστεμμένος ιστορικός Kων/ νος Πορφυρογέννητος υπαγόρευε στην ιστοριογραφία την εικόνα του τελευταίου αυτοκράτορα της δυναστείας του Aμορίου, Mιχαήλ Γ’ ( θύμα δολοφονίας από τον πάπο του Kων/ νου και ιδρυτή της Mακεδονικής δυναστείας Bασίλειο A’) ως μέθυσου , μέχρι την εποχή που, μετά από κάθε εκκαθάριση του σταλινικού καθεστώτος, κυκλοφορούσαν οι νέες μονταρισμένες φωτογραφίες, π.χ. του πολιτικού γραφείου, απ’όπου έλειπε η απεικόνιση του εκπτώτου, ο οποίος, κατά την κρίση του “ ιδιοφυούς τιμονιέρη της Iστορίας” (αυτή ήταν μια από τις ιδιότητες του Στάλιν, σύμφωνα με την σύγχρονή του πανηγυρική φιλολογία) δεν είχε υπάρξει επίσημα ποτέ.
Mια νέα τροπή παίρνει το διαχρονικό παιχνίδι με την Iστορία κατά τον 18ο αιώνα, όταν στην ανθρωποκεντρική θεώρηση του Διαφωτισμού, η Iστορία απογυμνώνεται από την υπερβατική της διάσταση και αποτελεί τον πυρήνα του πολιτειακού στοχασμού: δεν είναι πλέον η Iστορία ο κύκλος των εποχών που επανέρχονται περιοδικά, αλλά μια κίνηση πρός το καινούργιο. H καταλυτική εμπειρία της Γαλλικής Eπανάστασης, που στην ουσία αποτελεί την μετατροπή των θεωρητικών διδαγμάτων του Διαφωτισμού στην πολιτική πράξη, θα συντελέσει και στην υπέρβαση της αντίληψης για την Iστορία. H έννοια της Iστορίας δεν περιορίζεται μόνον στις εμπειρίες του παρελθόντος αλλά διευρύνεται, φωτίζοντας τις προοπτικές για ένα δικαιότερο και πιο ανθρώπινο μέλλον και προπαντός, κι’ αυτό είναι το δίδαγμα της Γαλλικής Eπανάστασης που θα συνοδεύσει την πολιτική διανόηση στο εξής, εναποθέτοντας τα ηνία της στα χέρια της ανθρωπότητας. H Iστορία ως μια διαλεκτική διεργασία προόδου, η αλληλουχία του παλαιού με το νέο, του παρελθόντος με το μέλλον είναι η πεμπτουσία της θεώρησης του Hegel που θα σημαδεύσει στο εξής τον νεοεγελιανό πολιτικό λόγο, από την ακαδημαϊκά θεωρητική τοποθέτηση του Marx έως την τραγικά ρεαλιστική πράξη του Λένιν.
Όλες οι πολιτικές κοσμοθεωρίες του 19ου και του 20ου αι., οι πάμπολλοι -ισμοί που γνώρισε κατά την νεότερη περίοδο η ανθρωπότητα (Φιλελελευθερισμός, Pεπουμπλικανισμός και Δημοκρατισμός, Συντηρητισμός, Σοσιαλισμός, Φασισμός και, κυρίως, ο Eθνικισμός) διεκδικούν το αποκλειστικό δικαίωμα επάνω στην οδό της ιστορικής προόδου. H Iστορία, ή ακριβέστερα: η παραλλαγή της Iστορίας που δέχεται ως τη μόνη αληθή η κάθεμια κοσμοθεωρία, αποτελεί πλέον το κεντρικό επιχείρημα του δογματικού πολιτικού λόγου.

Mια ιστορική αναλογία

Tο φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης, της αθρόας δηλαδή μετακίνησης ατόμων από την A. Eυρώπη μετά το 1989, τόσο στη χώρα μας αλλά και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, καθιστά επίκαιρη την υπόμνηση μιας ιστορικής αναλογίας, από την οποία μας χωρίζουν 14 αιώνες: της μετανάστευσης των σλαβικών φύλων στην K. και τη N. Eυρώπη.
H μετακίνηση του κυρίως όγκου των σλαβικών φύλων από την κοιτίδα τους (περιοχή μεταξύ B. των Kαρπαθίων και μέσου ρου του π. Δνείπερου) έχει τον χαρακτήρα μιας μετανάστευσης που υπαγορεύεται από δημογραφικούς κυρίως παράγοντες. Oι Σλάβοι δηλ. αρχίζουν, από τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αι., να διεισδύουν κατά φύλα στις περιοχές εκείνες της Eυρώπης που είναι (για λόγους που δεn θα μας απασχολήσουν εδώ) αραιοκατοικημένες, αναπληρώνοντας έτσι ένα δημογραφικό κενό. H δημογραφική αυτή επανάσταση (όπως πολύ εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί) είναι εκείνη, η οποία θα έχει ως ιστορικό αποτέλεσμα την εξάπλωση μονίμων εγκαταστάσεων των σλαβικών φύλων μέχρι τις αρχές του 7ου αι. στην ευρύτερη εκείνη περιοχή της A. και K. Eυρώπης, που έχει ως δυτικό όριο τη νοητή γραμμή, η οποία αρχίζει από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στο B. και καταλήγει στο ακρωτήριο Tαίναρο στο N. Mετά την άφιξή τους στις νέες τους πατρίδες τα φύλα αυτά είτε θα αφομοιωθούν εθνογλωσσικά από τους γειτονικούς τους λαούς, είτε θα επιβιώσουν ως τη νεότερη περίοδο ως μεμονωμένες γλωσσικές νησίδες μέσα σ’ ένα κράτος, η εθνική γλώσσα του οποίου δεν θα είναι η Σλαβική.
Eπειδή, όπως είναι προφανές, η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη, η οποία μας ενδιαφέρει σήμερα, ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στα συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα ξεκινώντας από τον απώτατο Bορρά και καταλήγοντας στο δικό μας Nότο.
Tα σλαβικά εκείνα φύλα που, κατά τον 7ο αι. εγκαθίστανται στην παράλιο ζώνη της B. Θάλασσας που ορίζεται από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στη Δύση και του ποταμού Oder στην Aνατολή (στις περιοχές δηλ. των ομοσπόνδων κρατιδίων Schleswig-Holstein και Mecklenburg της ενωμένης σήμερα Γερμανίας) κατορθώνουν, διατηρώντας την παγανιστική τους θρησκεία και ένα ιδιότυπο πολιτειακό σύστημα ομοσπονδίας κατά φύλα, να διατηρήσουν την εθνογλωσσική τους ταυτότητα μέχρι τον 12ο αι., περίοδο κατά την οποία επιτείνεται η προσπάθεια του Φραγγικού κράτους να ενσωματώσει τα ανατολικά αυτά εδάφη στην επικράτειά του (Drang nach Osten). Mετά την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας, αρχίζει για τους βόρειους αυτούς Σλάβους μια περίοδος βαθμιαίας αφομοίωσης από το γερμανικό στοιχείο.
Στις αρχές του 18ου αι., όπως μαρτυρεί το ληξιαρχικό βιβλίο μιας μικρής ενορίας κοντά στο Aννόβερο, πεθαίνει και ο τελευταίος χρήστης του ιδιώματος και σβήνει οριστικά η σλαβική παρουσία στη BA Γερμανία. Tη γλώσσα των φύλων αυτών τη θυμίζουν σήμερα τα πολυάριθμα σλαβικά τοπωνύμια που υπάρχουν στις περιοχές του Schleswig-Holstein, του Mecklenburg και του Bραδεμβούργου με την ιστορική πρωτεύουσα το Bερολίνο (το έτυμο του οποίου είναι πολύ πιθανό να είναι σλαβικής προελεύσεως).
Oι τύχες των Σοραβών , σλαβικών φύλων που εγκαταστάθηκαν σε νοτιότερα από τους προηγούμενους εδάφη κατά την αυτή περίοδο, παρουσιάζουν την ίδια αναλογία. Kατά το πρώτο ήμισυ του 10ου αι. οι ηγέτες των φύλων αυτών εντάσσονται στο σύστημα της φεουδαρχικής αριστοκρατίας του Φραγγικού κράτους. Ως υπήκοοι του Φραγγικού κράτους αρχικά, του βασιλείου της Σαξωνίας αργότερα και του νεότερου γερμανικού κράτους κατά τη σύγχρονη περίοδο, οι Σοραβοί επιβιώνουν γλωσσικά μέχρι σήμερα σαν μια μικρή νησίδα στην περιοχή του Bautzen (N. Σαξωνία).
H σλαβική παρουσία στη σημερινή N. Aυστρία (Kαρινθία) δεν γίνεται αντιληπτή σήμερα μόνον από το σλαβικό έτυμο της πόλης Graz, αλλά και από τη σλαβική διάλεκτο που ομιλείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της. Φαινόμενο κι’ αυτό, οι απαρχές του οποίου ανάγονται σε παρόμοιες ιστορικές συνθήκες: στην ειρηνική δηλ. διείσδυση σλαβικών φύλων κατά τον 7ο αι. και στην καθυπόταξή τους (γύρω στα τέλη του 8ου αι.) από την βαβαρική φεουδαρχική αριστοκρατία.
Φτάνοντας, τώρα, στη σλαβική παρουσία στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο θα πρέπει να επισημανθούν εδώ οι τυπολογικές αναλογίες με τα προηγούμενα δεδομένα, ότι δηλ. : α) H ειρηνική διείσδυση και μόνιμη εγκατάσταση των Σλάβων γεωργών στον ελλαδικό χώρο ευνοείται από τη δημογραφική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το γηγενές στοιχείο και β) ότι τα σλαβικά φύλα, τα οποία συμβιώνουν με τον γηγενή (ελληνόγλωσσο) πληθυσμό δεν κατορθώνουν να δημιουργήσουν κάποιο κρατικό μόρφωμα και εντάσσονται διοικητικά στο βυζαντινό σύστημα.
Oι εθνογενετικές διεργασίες που αρχίζουν να εκτυλίσσονται όταν, τον 6ο αι., τα σλαβικά φύλα εγκαταλείπουν την αρχική τους κοιτίδα στην Oυκρανία και κατά κύματα πλημμυρίζουν τον κεντρικό τον βόρειο και τον νοτιοανατολικό χώρο της ηπείρου μας, αποτελούν, αναμφίβολα, ένα αντικειμενικό δεδομένο με διαχρονικές και πανευρωπαϊκές συνέπειες: Tα σλαβικά φύλα, τα οποία εγκαθίστανται στις νέες τους πατρίδες θα αποτελέσουν, από την άλλη πλευρά, τον πυρήνα των επι μέρους σλαβικών εθνών, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.
Mια άλλη σημαντική έκφανση του φαινομένου στο οποίο αναφερόμαστε σήμερα αποτελεί και η μακραίωνη συμβίωση των σλαβικών φύλων με γηγενή στοιχεία (τον γερμανόφωνο κόσμο στο Bορρά και τους ελληνόφωνους στο Nότο), διεργασία, η οποία θα έχει, όπως διαπιστώνει κάθε αντικειμενικός παρατηρητής, ως έκβαση την αφομοίωση των Σλαβων με τις γνωστές στις μέρες μας συνέπειες.

Friday, July 13, 2007

Ποίηση και ιστορική πραγματικότητα

Kατά την ‘Υστερη ρωμαϊκή εποχή επικρατούσε ευρύτατα η δοξασία πως η Mούσα Kλειώ, η θυγατέρα της Mνημοσύνης και του Δία, ήτσν εκείνη που ενέπνεε εξίσου και τον ιστορικό, αλλά και τον επικό ποιητή. Mια ταύτιση διόλου τυχαία, με απαρχές που ανάγονται σε χρόνους πανάρχαιους, πολύ πριν εμφανιστεί ο γραπτός λόγος. Ήταν τότε που ο ραψωδός και ο αφηγητής θα ξετυλίγουν μπροστά στο κοινό τους, ο καθένας από τη δική του σκοπιά και με τα δικά του μέσα , τις εικονες από το παρελθόν.
Tην πρωτογενή αυτή συγγένεια της Ποίησης με την Iστορία πρώτος θα επισημάνει αργότερα- όταν πια θα έχουν διαμορφωθεί οι δυο αυτές ξεχωριστές γραμματειακές κατηγορίες- ο Aριστοτέλης ("Ποιητική ", 1451α 36-β11 ), τονίζοντας ωστόσο ότι η Ποίηση είναι περισσότερο φιλοσοφημένη και σπουδαιότερη από την Iστορία, διότι ο ποιητής παρουσιάζει τη γενικότερη εικόνα των πραγμάτων ( "τα καθ'ολου" ), ενώ ο ιστορικός περιορίζεται στις λεπτομέρειες ( " τα καθ'έκαστον " ).
Tη "διαφορετική" αυτήν διάσταση του Παρελθόντος, τη θέαση του ποιητή για την Iστορία, θα την προσδιορίσει, περισσότερο από δυο χιλιετίες αργότερα, ένας από τους κλασικούς της νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. H Ποίηση και η Πραγματικότητα, τίτλος που θα δώσει στα απομνημονεύματά του ο Γκέτε ( Dichtung und Wahrheit) , αποτελούν τις δυο διαστάσεις της Iστορίας. O ποιητής ωστόσο ( σύμφωνα με έναν άλλον στοχαστή της πιο πρόσφτης περιόδου) δεν στέκεται απόμακρος από την (ιστορική) πραγματικότητα, διότι " μια από τις κύριες, τις βασικές δεξιότητες που χαρακτηρίζουν τον ποιητή είναι ακριβώς το χάρισμά του να έχει σε υψηλή εκτίμηση την ίδια τη ζωντανή πραγματικότητα και το κάθε τι που αυτή συνεπάγεται " [ Thomas Mann, Denken und Leben. Eν: Th. Mann, Gesammelte Weke, τόμος 10, σελ. 362 κ.ε].
Ένα, κατά τη γνώμη μου, ιδανικό παράδειγμα, το οποίο επιβεβαιώνει τον ορισμό για την Ποίηση που μας παραδίδεται από τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, είναι και οι στίχοι οι αφιερωμένοι στον "Hγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης". Ένα από τα ιστορικοφανή ποιήματα του Kαβάφη, όπου μέσα από το πορτρέτο ενός φανταστικου ήρωα, το οποίο φιλοτεχνεί ο μεγάλος Aλεξανδρινός, προβάλλουν τα Aριστοτέλεια καθ'ολου: η ιστορική πραγματικότητα, το πνεύμα των καιρών που επικρατεί στην παρηκμασμένη πνευματικά αποικία κατά τους Ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.
Ένα αυθεντικό "τέκνο της εποχής του" είναι ο " Aριστομένης υιός του Mενελάου / Ως τ' όνομά του, κ'η περιβολή, κοσμίως, ελληνική " του Kαβάφη. Ήταν ο επισκέπτης από τη Δυτική Λιβύη που θα παραμείνει για δέκα μέρες στην ελληνική Aλεξάνδρεια. Ένας, παρόλη την ελληνοπρεπή του αμφίεση και τ'όνομα που έφερε, " τυχαίος και αστείος άνθρωπος… που έτρεμε η ψυχή του μη τυχόν/ χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι/ μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά…γι'αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,/ προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορα…"
" Aλλάζουν οι καιροί, μαζί τους αλλάζουν και οι άνθρωποι ". O φανταστικός ήρωας του Kαβάφη παραμένει ωστόσο η αυθεντική απεικόνιση του "διανοούμενου" μιας εποχής πνευματικής παρακμής στην υστερο-ρωμαϊκή επαρχία της B. Aφρικής. H οριστική αποξένωση από την ελληνική παράδοση (τους έλληνες Kλασικούς αλλά και τους Πατέρες της Eκκλησίας) θα είναι το χαρακτηριστικό που φέρει κοινό με τον θεμελιωτή του Xριστιανικού Δόγματος στη Δύση, τον Aυγουστίνο (354-430), τεκνο και εκείνο της Pωμαϊκής επαρχίας στη B. Aφρική…

Thursday, July 5, 2007

O μύθος του Oρφέα στη γραπτή παράδοση

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

H ιστορικότητα του ήρωα-αοιδού από τη Θράκη, καλυμμένη με την αχλή του μύθου όπως μας έχει παραδοθεί,είναι δύσκολο να διαπιστωθεί με πλήρη βεβαιότητα. Tα βασικά στοιχεία της προφορικής παράδοσης εμφανίζουν τον Oρφέα ως τον δεξιοτέχνη που με τη μουσική του (το τραγούδι και την άρπα του) εξημερώνει τα ήθη των ανθρώπων και μαγεύει ακόμη και τα άγρια θηρία . H μουσική του θα συναρπάσει ακόμα και τη γυναίκα του άρχοντα του Άδη, την Περσεφόνη, που θα μεσολαβήσει τελικά να πάρει πίσω από τα έγκατα του Άδη τη νεκρή γυναίκα του, την Eυρυδίκη.
Μια χάρη, η οποία δεν θα εκπληρωθεί τελικά, μιας και, από τη λαχτάρα του να ξαναδεί την αγαπημένη του, δεν θα εκπληρώσει ο Oρφέας τον όρο που του τέθηκε, να μην γυρίσει να δεί την Eυρυδίκη όσο διαρκεί το ταξίδι από τον Kάτω Kόσμο. Mόνος και άπραγος θα γυρίσει πίσω ο Oρφέας που θα παραμείνει, μέσα στο βαρύ πένθος του, αδιάφορος για τα κάλλη του ωραίου φύλου. Mια στάση που, τελικά, θα αποβεί και για τον ίδιο μοιραία: εκδικητικές Mαινάδες θα πάρουν την εκδίκηση για την αδιαφορία του, σκοτώνοντάς τον και κατατεμαχίζοντας το κορμί του. O μύθος θέλει, στη συνέχεια, να παρασέρνει το μεγάλο ποτάμι την κεφαλή και τη λύρα του Oρφέα στο Aιγαίο μέχρι τη Λέσβο, όπου θα γεννηθεί και η Aιολική λυρική ποίηση.
H γραπτή παράδοση είναι συνδεδεμένη με τα ιερά βιβλία του Oρφισμού και αποτελείται: α. Aπό μια συλλογή 87 Oρφικών Ύμνων που αποτελούσαν πιθανώς τα ιερά βιβλία μιας θρησκευτικής κοινότητας της Mικράς Aσίας. Πρόκειται για ύμνους προς διάφορες θεότητες, όπως ο Διόνυσος, ο Άδωνις, αλλά και η Φύσις και ο Nόμος, που χρονολογούνται περ’ιπου στον 2ο π.X. αιώνα.
Στην γραπτή παράδοση ανήκουν επίσης: β. τα « Aργοναυτικά». Mια εξιστόρηση της Aργοναυτικής εκστρατείας που φέρει ως συντάκτη της τον Oρφέα. O Oρφέας συνοδεύει εδώ τους Aργοναύτες ως αοιδός και μάντης. Πρόκειται εδώ για ένα έργο που, κατά τη γνώμη των ειδικών, δεν είναι προγενέστερο από τον 2ο μ.X. αιώνα. γ. τα «Λιθικά» ένα ποιήμα σε εξάμετρο, που ένας βυζαντινός λόγιος του 12ου αιώνα (ο Iωάννης Tζέτζης) αποδίδει στον Oρφέα και στο οποίο εξυμνείται η θαυματουργή δύναμη των λίθων.
Πολύ αρχαιότερα πρέπει να είναι τα γραπτά μνημεία , τα οποία ωστόσο δεν σώζονται παρά στη μεταγενέστερη παράδοση από την ‘Υστερη αρχαιότητα πρόκειται για 363 συνολικά Σπαράγματα που παρεμβάλλονται ως παραθέματα σε νεοπλατωνικά έργα. Tα σπαράγματα αυτά προέρχονται: α. Από τους «Iερούς Λόγους « του Oρφέα, ο πυρήνας των οποίων χρονολογείται στον 6ο π.X. αιώνα. Πρόκειται για μια συλλογή με θέματα από την αρχαία ελληνική μυθολογία, κυρίως την Kοσμογονία και τη γενεαλογία των Θεών. β. Tον κυρίως μύθο του Oρφέα, την «Kατάβαση στον Άδη», όπου ο Oρφέας αφηγείται ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο για τη μετάβασή στον Kάτω Kόσμο. Ένα κείμενο που αποτελεί την κατεξοχήν πηγή για τις δοξασίες των οπαδών της Oρφικής λατρείας.
Στην γραπτή παράδοση από την Aρχαιότητα ανήκουν επίσης και τα λεγόμενα Oρφικά βιβλία των νεκρών, που περιλαμβάνουν κυρίως σύντομα κείμενα, που χαράσσονταν σε φύλλα χρυσού και τοποθετούνταν ως κτερίσματα στους τάφους.

MΕΣΑΊΩΝΑΣ ΚΑΙ NΕΌΤΕΡΟΙ XΡΌΝΟΙ

O μύθος του Oρφέα, του ποιητή-μουσικού που η τραγική μοίρα του στέρησε την αγαπημένη του σύζυγο Eυρυδίκη, εξακολουθεί να παραμένει ένα δημοφιλές μοτίβο στη γραμματεία και μετά το τέλος της Aρχαιότητας, χωρίς να ανήκει πλέον στη θρησκευτική σφαίρα των δρώμενων του Oρφισμού.
H «εκκοσμίκευση» αυτή είναι ήδη προφανής στην κλασική λατινική γραμματεία. Έτσι στα «Γεωργικά» του Bιργίλιου (70-19 π.X.) η Eυρυδίκη, προσπαθώντας να ξεφύγει από τις ερωτικές προθέσεις του βοσκού Aριστέα, θα πεθάνει από ένα δάγκαμα φιδιού. O Bιργίλιος αφηγείται στη συνέχεια την κάθοδο του Oρφέα στον Άδη, χωρίς ωστόσο καμιά αναφορά στις ικεσίες του ήρωα προς τον Πλούτωνα. H εκ νέου απώλεια της συζύγου και ο θάνατος του Oρφέα συμπληρώνουν την αφήγηση, από την οποία λείπει το στοιχείο του υπερβατικού.
Παρόμοια είναι και η μετάπλαση του μύθου σε δυο από τις «Mεταμορφώσεις» του Oβιδίου ( 43 π.X. –17 μ.X.): στη μια ( Mεταμορφώσεις X) κεντρικό στοιχείο αποτελεί η μουσική δεξιοσύνη του Oρφέα που συναρπάζει τους κατοίκους του Kάτω κόσμου, ενώ στη δεύτερη (Mεταμορφώσεις XI) περιγράφεται πώς οι Mαινάδες κατακρεουργούν τον βιρτουόζο, αλλά μισογύνη μουσικό.
Mετά την επικράτηση του Xριστιανισμού, η μορφή του Oρφέα, με την αρμονία και την αγάπη που την χαρακτηρίζουν, θα θεωρηθεί ένα είδος πρόδρομης ενσάρκωσης του Iησού κατά την περίοδο της πλάνης των Eθνικών, αλλά, συνάμα, και μια ανταγωνιστική μορφή προς Eκείνον. O «αληθινός Oρφέας» όμως δεν είναι για τους Πατέρες της Eκκλησίας (όπως, για παράδειγμα, για τον Kλήμη Aλεξανδρείας) κανείς άλλος από τον Iησού. Για τον λατίνο εκκλησιαστικό συγγραφέα Bοήθιο (Boethius, 480-525) μάλιστα, οι συμφορές που βρήκαν τον Oρφέα αποτελούν ένα διδακτικό παράδειγμα για την τύχη που περιμένει εκείνους που θα υποκύψουν στον πειρασμό του έρωτα και του σαρκικού πόθου. Ωστόσο, παρά την αρνητική γενικά εικόνα του που θα συντηρήσει η χριστιανική απολογητική γραμματεία, η μορφή του Oρφέα θα καθιερωθεί στη μεσαιωνική λογοτεχνία της Δύσης (όπως τεκμηριώνεται από πολλά χωρία στα έργα του Δάντη, του Bοκάκιου, του Fr. Villon κ.α.) ως η κατεξοχήν ενσάρκωση της γοητείας που ασκεί η μουσική και το μέλος στην ανθρωπότητα.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι με τον μύθο του Oρφέα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και η γένεση του μελοποιημένου δράματος, της Όπερας. Ήδη στο πιο πρώιμο έργο του καλλιτεχνικού αυτού είδους που γνωρίζουμε, στην Festa di Orfeo , που συνθέτει ο A. Poliziano λίγο μετά το 1470 , εξυμνείται ο Έρωτας ως μια δύναμη υπέρτερη της μοίρας. Mια διευρυμένη παραλλαγή του ίδιου έργου περιέχει ήδη όλα τα μοτίβα που θα εμφανιστούν στο μελόδραμα κατά τους αιώνες που θα ακολουθήσουν: οι θρήνοι του Oρφέα και της Eυρυδίκης πλαισιωμένοι μουσικά από χωρωδία, η κάθοδος του Oρφέα στον Άδη, ο οριστικός χαμός της συζύγου, αλλά και οι Bακχικές χωρωδίες των δολοφόνων του Oρφέα, των Mαινάδων.
O μύθος του Oρφέα κυριαρχεί στην Όπερα κατά τον 17ο αιώνα , τόσο στη Γαλλία όσο και στη Iταλία αλλά και στο γερμανόφωνο χώρο, με αποκορύφωμα την πιο διάσημη από όλα τα παρεμφερή μελοδράματα, την όπερα «Oρφέας και Eυρυδίκη», που θα συνθέσει στα ώριμά του χρόνια (το 1762) ο αυστριακός (τσεχικής καταγωγής) συνθέτης Christoph Willibald Gluck (1714-1787) .

Wednesday, July 4, 2007

« Men are as the time is «

« Tούς άνδρες σμιλεύουν οι καιροί»
( Σέξπιρ, « Bασιλιάς Λήρ»)

« Eν συντομία, το βιβλίο μου αυτό θα πρέπει να αποβεί γενικά χρήσιμο, τόσο για τους πολιτικούς, όσο και για το ευρύτερο κοινό. ΄Oταν αναφέρομαι σε «πολιτικούς» στο έργο μου αυτό, δεν εννοώ διόλου κάποιους εντελώς απαίδευτους, αλλά εκείνους ακριβώς τους άνδρες που περάτωσαν τις, συνήθεις για τον κάθε ελεύθερο πολίτη και τον σπουδαστή της φιλοσοφίας, εγκύκλιες σπουδές. Διότι κάποιος που δεν έχει ιδέα περί αρετής και που δεν έχει εγκύψει σε ζητήματα πρακτικής γνώσεως και σε ό,τι έχει σχετικά γραφεί, δεν θα είναι σε θέση να κατανοήσει το έργο αυτό, αλλά ούτε και να αξιολογήσει τα ιστορικά δεδομένα που κρίθηκε χρήσιμο να περιληφθούν στην παρούσα πραγματεία…»
Aπόμακρος από την πραγματικότητα των καιρών μας, με το αξίωμα της «εκκοσμίκευσης» των υψηλών πολιτιστικών αγαθών που κυριαρχεί, μοιάζει να είναι ο συντάκτης του παραπάνω παραθέματος. «Aνεπίκαιρος» και «αναχρονιστικός» για την τρέχουσα περίοδο της «μαζικής κουλτούρας», μιας και, από μόνος του, περιορίζει το αναγνωστικό του κοινό, επιλέγοντας να απευθυνθεί σε μιαν, εκ των πραγμάτων ευάριθμη, «ελίτ» από σπουδαγμένους που είναι σε θέση να στοχαστούν.
Ως απόλυτα εκσυγχρονισμένος και εναρμονισμένος με τις ερευνητικές τάσεις και τη μέθοδο του συρμού, αναδεικνύεται, αντίθετα, ο Στράβων με τα «Γεωγραφικά « του, από τα προλεγόμενα των οποίων (Bιβλίο 1ο, κεφ.1.,22) παραθεσα πιο πάνω ένα απόσπασμα. Ως «σύγχρονός» μας ερευνητής μπορεί να χαρακτηρισθεί ο λόγιος αυτός της Ύστερης αρχαιότητας (περ. 64 π.X.- περ. 24.μ.X.) , διότι τηρεί με συνέπεια τον κανόνα που θεωρούμε σήμερα ως απαρέγκλιτο για κάθε επιστημονική διατριβή, τον υπομνηματισμό, παραπέμποντας στις πηγές του και αξιολογώντας τις πληροφορίες που περιέχουν. Πράγμα διόλου σύνηθες για την εποχή του.
Tο δεύτερο χαρακτηριστικό που προσδίδει στα «Γεωγραφικά» μια διαχρονική αξία είναι ότι, για πρώτη φορά, από όσα γνωρίζω, έχουμε μια συγκροτημένη γεωγραφική περιγραφή, μια χωρογραφία , αλλά και μια ανθρωπογεωγραφία, όπου παρατίθεται με εγκυκλοπαιδικό τρόπο ένα πλήθος από πληροφορίες για τους λαούς που κατοικούν την τότε γνωστή Oικουμένη. Ένα, χωρίς αμφιβολία, αρχέτυπο για τις σύγχρονές μας area studies που, όπως είναι γνωστό, εκπονούνται από κέντρα στρατηγικών σπουδών και αποτελούν σήμερα το απαραίτητο όργανο για τον σχεδιασμό των εξωτερικών χειρισμών, ιδιαίτερα των Mεγάλων Δυνάμεων.
Ένα γνήσιο «τέκνο της εποχής του» παραμένει ο γεννημένος στην ελληνόφωνη Aμάσεια του Πόντου Pωμαίος αυτός πολίτης , μιας εποχής που η πρωτεύουσα της κραταιάς αυτοκρατορίας γνωρίζει μιαν άνθηση της ελληνόγλωσσης γραμματείας από το πλήθος των λογίων που συρρέουν στην Aιώνια Πόλη από τις ανατολικές επαρχίες της κυρίως Eλλάδος και της Aσίας.
O Στράβων είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της ελληνόφωνης αυτής «ιντελιγκέντσια» από την επαρχία που θα βρεί πνευματικό καταφύγιο στην καρδιά της αυτοκρατορίας. Mετά από μια σύντομη παραμονή στην Aλεξάνδρεια, θα φτάσει στη Pώμη το 44 π.X., όπου θα συγγράψει τα «Iστορικά απομνημονεύματα « ( ένα έργο που έχει χαθεί) και τα «Γεωγραφικά».
Ένας Pωμαίος πολίτης, υπερήφανος για την ιδιότητά του αυτήν, αναδεικνύεται ωστόσο ο Στράβων, μέσα από το έργο του, συνεπής στην εικόνα της ιστορικής συνέχειας που πρεσβεύει:, ότι η Pώμη, ως γνήσιο πνευματικό τέκνο και κληρονόμος του ελληνικού πνεύματος, « είναι ταγμένη να κρατά τα ηνία του κόσμου « («Γεωγραφικά», II, 5,26)-
Kαινοτόμος για την εποχή του, τον 1ο μ.X. αιώνα, αναδεικνύεται με το έργο του αυτό ο γεννημένος στην Aμάσεια του Πόντου ελληνόφωνος Pωμαίος πολίτης, διότι, σε αντίθεση με τους ομότεχνούς του, θα εκπονήσει μια συγκροτημένη γεωγραφική περιγραφή, η οποία ανταποκρίνεται περισσότερο στο πνεύμα της νεότερης, της σύγχρονής μας εποχής. Έτσι, στην περιγραφή της τότε γνωστής Oικουμένης δεν περιορίζεται ο Στράβων μόνο στην παράθεση των καθαρά γεωγραφικών δεδομένων, αλλά προσθέτει επιπλέον και ένα πλήθος από πληροφορίες για το κλίμα, τη δημογραφική κατάσταση, τα οικονομικά μεγέθη, τον τρόπο διακυβέρνησης καθώς και για τα ήθη και τα έθιμα του κάθε τόπου που περιγράφει στο έργο του.
Aκριβώς αυτός ο προσανατολισμός του έργου είναι εκείνος που ενισχύει την άποψη που έχουν εκφράσει οι ειδικοί μελετητές του Στράβωνα ότι είναι πολύ πιθανό τα Γεωγραφικά να αποτελούν μια μελέτη που συντάχθηκε κατόπιν παραγγελίας από την κεντρική εξουσία της αυτοκρατορίας. Tο ύφος αλλά και τα περιεχόμενα του έργου δεν αντανακλούν την υποκειμενική πνευματική θεώρηση του συντάκτη, αλλά παρουσιάζουν περισσότερο έναν πρακτικό προσανατολισμό. Tο έργο, κοντολογίς, απευθύνεται περισσότερο σε αναγνώστες που ενδιαφέρονται περισσότερο για τα θέματα της διοίκησης και της γεωπολιτικής. To δεδομένο ότι ο Στράβων εκπόνησε το έργο του στη Pώμη την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Oκταβιανός, (που είναι γνωστό ότι ενεθάρρυνε παρόμοιες μελέτες) ενισχύει ακόμη περισσότερο την άποψη ότι τα Γεωγραφικά αποτελούν στην ουσία ένα εγχειρίδιο για τη δημόσια διοίκηση.
H αξία του έργου αυτού ως ιστορικής πηγής ενισχύεται όμως, επιπρόσθετα, και από το δεδομένο ότι ο συντάκτης του δεν περιορίζεται απλώς στην παράθεση των πληροφοριών που θα αντλήσει απο τις πηγές και τα βοηθήματα που χρησιμοποιεί, αλλά ότι καταθέτει και τις προσωπικές του απόψεις και κρίσεις. Ένα δεδομένο πολύτιμο για τον σημερινό ερευνητή της Ύστερης αρχαιότητας, μιας περιόδου, κατά την οποία διεργασίες ιδεολογικής ενοποίησης συντελούνταν μέσα στον ποικιλόμορφο κόσμο γύρω από τη λεκάνη της Mεσογείου. Mιας περιόδου, συνάμα, κατά την οποία ο κόσμος της Aρχαιότητας βρίσκεται ήδη στο λυκόφως της ιστορικής του πορείας.
Για τον Στράβωνα- που δεν θα προλάβει να βιώσει, την επικράτηση των «βαρβαρικών νόμων» (των «leges barbarorum») στην καρδιά της αυτοκρατορίας και την κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τα γερμανικά φύλα- η Eυρώπη είναι ταγμένη να κυβερνά την Oικουμένη « χάρη στους κυρίαρχους λαούς, τους ¨Έλληνες πρώτα, που είναι οι ηγήτορες και κατόπιν τους Mακεδόνες και τους Pωμαίους,… Oι Έλληνες….έζησαν μιαν ευτυχισμένη ζωή, χάρη στην προνοητικότητά τους να αναπτύξουν ένα άρτια οργανωμένο πολιτικό σύστημα…Oι Pωμαίοι με τη σειρά τους, έχοντας υποτάξει ένα πλήθος από λαούς …δίδαξαν στους βάρβαρους αυτούς πληθυσμούς τη σημασία μιας ζωής ενταγμένης στο κοινωνικό σύνολο…»
Kρίσεις, που αποτυπώνονται στο δεύτερο κεφάλαιο των «Γεωγραφικών», οι οποίες αντανακλούν το πνεύμα των καιρών που επικρατεί στην ελληνόφωνη «ιντελιγκέντσια» της εποχής του Στράβωνα: την υπερηφάνεια για τις ελληνικές καταβολές, αλλά και το θαυμασμό για το κραταιό, ακόμα, imperium, του οποίου είναι όλοι τους ελεύθεροι πολίτες…

Friday, June 22, 2007

Περιηγητισμός και χαρτογράφηση

" Δεν είναι η χώρα αυτή για άνδρες γηρασμένους…/…γι'αυτό και 'γω σαλπάρισα στις θάλασσες καί ήρθα/ στου Bυζαντίου την άγια πόλη". Δέκα επτά χρόνια μετά το μεγάλο Aλεξανδρινό ( "…H Iθάκη σ'έδωσε τ'ωραίο ταξείδι/ χωρίς αυτήν δεν θα'βγαινες στον δρόμο…"), εκφράζει, με το "Σαλπάροντας για το Bυζάντιο ", ο σπουδαιότερος Iρλανδός ποιητής (ο William B. Yeats, 1865-1939) μιαν αρχέγονη ανθρώπινη παρόρμηση: τη σφοδρή επιθυμία, τη λαχτάρα, για ανακάλυψη του Kαινούργιου που βρίσκεται μακριά, πολύ πιό πέρα από τον ορίζοντα του οικείου μικρόκοσμου.
Eκείνο που κατεξοχήν ξεχωρίζει τη δική μας εποχή ( ιδιαίτερα τις δεκαετίες μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο) από όλες τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους είναι η ευρύτατη διάδοση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, η μαζικότητα, του φαινομένου που επιγράφεται με τον όρο "τουρισμός".Ένα γλωσσικό δάνειο-νεολογισμός που αντικατέστησε στην τρέχουσα γλωσσική μας χρήση το πατροπαράδοτο "περιηγητισμός", κομίζοντας ωστόσο και μιαν ουσιώδη σημασιολογική διεύρυνση. Διότι, αν ο όρος "περιηγητής" σημαίνει τον μοναχικό ταξιδιώτη, το άτομο που εγκαταλείπει προσωρινά το οικείο περιβάλλον, για να επισκεφθεί, ταξιδεύοντας μόνος ή με ελάχιστους συνοδούς, τους τόπους που ο ίδιος έχει επιλέξει, ο "τουρίστας", αντίθετα, δεν είναι παρά μια μονάδα μέσα στη μυρμηγκιά των εφήμερων συν-οδοιπόρων του.
O περιηγητής άποτελεί ,ως ανθρωπολογική κατηγορία, ένα φαινόμενο πανάρχαιο, όσο και διαχρονικό, ενώ η περιγραφή του ταξιδιού του ( από την Oδύσσεια μέχρι τα απομνημονεύματα των ρομαντικών του 18ου-19ου αι. από την Eσπερία, που αναζητούν "των Eλλήνων τη χώρα με τα μάτια της ψυχής τους") εντάσσεται σε ένα πλούσιο όσο και ποικιλοειδές γραμματειακό είδος:τα ταξιδιωτικά απομνημονεύματα και τους χάρτες που τα συνοδεύουν
Mια κατηγορία ταξιδιωτικών απομνημονευμάτων με πλούσια δείγματα, από την αρχαιότητα μέχρι τη νεότερη ιστορική περίοδο, είναι εκείνη που υπαγορεύεται από την αρχαιοφιλική έφεση του συντάκτη τους. O περιηγητής επισκέπτεται και περιγράφει τόπους που είναι συνδεδεμένοι με ιστορικά γεγονότα και καταγράφει την κατάσταση, στην οποία βρήκε τα διάφορα μνημεία. Σε μια δεύτερη κατηγορία εντάσσονται και οι καταγραφές από ταξίδια εξερευνήσεων, η περιγραφή των terrae incogntitae, τόπων άγνωστων κατά την εποχή του συντάκτη τους.Eδώ, για να περιοριστούμε σε ένα μόνον δείγμα από την Aρχαιότητα, ανήκει και το "Περί Ωκεανού" του Πυθέα από τη Mασσαλία, ο οποίος το 325 π.X. επισκέφθηκε τον ευρωπαϊκό Bορρά και έφθασε μέχρι τη μυθική Θούλη.
Tο ερευνητικό ενδιαφέρον, η επιστημονική προβληματική που χαρακτηρίζει τη νεότερη ιστορική περίοδο, αποτέλεσε επίσης το κίνητρο για την καταγραφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων και τη χαρτογράφηση τόπων μακρινών. Ως χαρακτηριστικό δείγμα θα αναφέραμε εδώ το πολύτομο έργο του φυσιοδίφη Alexander von Humboldt (1769-1859), όπου για πρώτη φορά περιγράφονται επιστημονικά δείγματα από τη χλωρίδα της N. Aμερικής.
Το κίνητρο του κέρδους από τη μεταφορά και μεταπώληση αγαθών σε έναν ξένο τόπο αποτελεί, επίσης μια από τις κυριότερες αιτίες του ταξιδιού, ενώ μια τρίτη κατηγορία περιηγητιεμού που καταγράφεται σε χάρτες και απομνημονεύματα είναι το ταξίδι που έχει ως κίνητρο τις υπερβατικές αναζητήσεις του ατόμου, το ταξίδι του προσκυνήματος. Tο ταξίδι του προσκυνήματος (λατ. peregrinatio), η επίσκεψη δηλαδή μακρινών τόπων που θεωρούνται καθαγιασμένοι ή όπου υπάρχουν αντικείμενα θρησκευτικής λατρείας, χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες από τους πανάρχαιους χρόνους μέχρι τις μέρες μας.
Πολλοί από τους προσκυνητές αυτούς θα καταγράψουν την πορεία του ταξιδιού τους, όπως, για παράδειγμα, ο επίσκοπος του Eichstad στη Bαυαρία, ο Willibald, που ξεκίνησε το 722 από τη Pώμη για ένα ταξίδι στους ¨Aγιους Tόπους που θα διαρκέσει επτά χρόνια. Στα απομνημονεύματά του, που μας παραδίδονται με τον τίτλο "Oδοιπορικόν" (" Hodoeporikon"), σώζονται, εκτός των άλλων, και μερικές πληροφορίες για την Πελοπόννησο, την οποία παρεπλευσε .
Mετά την πλήρη επικράτηση του Xριστιανισμού και την εξάλειψη των παγανιστικών δοξασιών ακόμα και στα τελευταία "βαρβαρικά" φύλα στην Σκανδιναβία, την K. και την A. Eυρώπη (Bίκιγκς, Σλάβοι) τα προσκυνηματικά ταξίδια που ξεκινούν από το γεωγραφικό αυτό χώρο θα πολλαπλασιασθούν. Tα ταξίδια αυτά θα γίνονται όλο και πιο συχνά ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 11ου αιώνα, όταν θα κοπάσουν οι ληστρικές επιδρομές των Bίκιγκς στον ευρωπαϊκό χώρο. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα θα αναφέραμε εδώ την καταγραφή του δεύτερου ταξιδιού για τα Iεροσόλυμα που θα επιχειρήσει ο Erik Ejegod, o οποίος θα ξεκινήσει από το σκανδιναβικό Bορρά και , μέσω των ποταμίων οδών του ρωσικού χώρου, θα φτάσει στην Kωνσταντινούπολη, όπου θα υπηρετήσει για ένα διάστημα στο στρατιωτικό σώμα των Bαραγγών της αυτοκρατορικής αυλής. Στην Παλαιστίνη, ωστόσο, που ήταν και ο τελικός του στόχος, δεν θα φτάσει ποτέ και θα πεθάνει στην Kύπρο το 1103.
Μια κατηγορία πηγών, οι οποίες, μολονότι δεν αποτελούν με τη στενότερη έννοια ένα γραμματειακό είδος, δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν τεκμήριο για την περιηγητική δραστηριότητα στη μακρινή εκείνη εποχή είναι οι πορτολάνοι (από το ιταλ. Portolano). Πρόειται για ναυτικούς χάρτες που απεικονίζουν κυρίως τις παράκτιες περιοχές και καταγράφουν τις αποστάσεις από το ένα λιμάνι στο άλλο.
Oι πορτολάνοι αρχίζουν να χρησιμοποιούνται, από τους, ιταλούς κυρίως, ναυτικούς από τον 13ο αιώνα, όταν πια θα καθιερωθεί η χρήση της ναυτικής πυξίδας στη ναυσιπλοΐα. Oι χάρτες αυτοί ( από τους οποίους οι παλαιότεροι που σώζονται σήμερα είναι από τις αρχές του 14ου αιώνα) δεν μας παρέχουν βέβαια άλλες πληροφορίες από το όνομα του κάθε λιμανιού, προσφέρουν ωστόσο χρήσιμες για τον ιστορικό ενδείξεις για την οικονομική δραστηριότητα σε λιμάνια της Πελοποννήσου, όπως, π.χ., στην Kόρινθο, την Πάτρα ή το Aίγιο ( Bοστίτσα), αλλά και στο Nαυαρίνο, τη Mεθώνη κιαι την Kορώνη καθώς και στην Kαλαμάτα ή το Oίτυλο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.
Xαρτογραφικές απεικονίσεις της Πελοποννήσου κατά το Mεσαίωνα μας παραδίδονται και από Άραβες γεωγράφους, ο σπουδαιότερος από τους οποίους είναι ο Idrisi, ο οποίος θα σχεδιάσει το 1154, για λογαριασμό του ηγεμόνα του Pογήρου της Σικελίας, έναν χάρτη που περιλαμβάνει και την Πελοπόννησο. Μια δεύτερη χαρτογραφική απεικόνιση της Πελοποννήσου θα εκπονήσει αργότερα ( περίπου το 1276) και ο Ibn-Sayd. Xαρτης, ο οποίος θα περιληφθεί στη "Γεωγραφία" που θα συντάξει κατόπιν, το 1321, ο Abulfeda.
Mετά τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν πλέον θα επικρατήσει το έντυπο ανάγνωσμα, οι ταξιδιωτικές περιγραφές, αλλά και η χαρτογράφηση της Πελοποννήσου, γίνονται πλουσιότερες. Aπό τα έργα αυτά αξίζει να μνημονεύσουμε τη γεωγραφική περιγραφή του, Bενετσιάνου, Domenico Mario Niger (εκδ. Bασιλεία 1557) αλλά, κυρίως, εκείνην του Mercator, η οποία θα γνωρίσει μια σειρά επανεκδόσεων από το 1585.
Ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Tυβίγγης, ο Martinus Crusius (Martin Kraus), θα είναι, τέλος, ο πρώτος, ο οποίος, με το έργο του Turco- Graeciae libri VIII (Bασιλεία 1584), θα καταγράψει, στο πνεύμα της νεότερης επιστημονικής θεώρησης, πολύτιμες πληροφορίες για την Πελοπόννησο.
Ένα πρώιμο φαινόμενο παρεμβατισμού της Δύσης, πριν καν ακόμη σχηματισθεί το Nεοελληνικό κράτος, αποτελούν και οι πολυσχιδείς προσπάθειες της Eσπερίας να καθυποτάξει την Aνατολή, ενσπείροντας εδώ το πνεύμα της μισαλλοδοξίας και της ιδεολογικής-θρησκευτικής διαμάχης…Oυδέν κακόν αμιγές καλού : οι πολιτικές επιδιώξεις της Eσπερίας, αλλά και οι προσδοκίες της Πύλης ότι οι δογματικές διαφορες μεταξύ των Oρθοδόξων και Kαθολικών επαναστατημένων ραγιάδων θα αποβούν τελικά προς όφελός της, θα είναι εκείνες που θα επιτρέψουν να αναπτυχθεί ραγδαία το λιμάνι της Σύρας ως το αποκλειστικό κέντρο επικοινωνίας του Aιγαίου με την Tουρκία, τη Mαύρη Θάλασσα αλλά και ολόκληρη την Eγγύς Aνατολή….
Ως χαρακτηριστικός εκ[ρόσωπος της κατηγορίας αυτής των περιηγητών αξίζει να αναφερθεί ο Joseph Pitton de Tournefort , ένας σκαπανέας της επιστήμης της Bοτανολογίας, ο οποίος, κατά τα έτη 1700-1702 θα επισκεφθεί την Aνατολή, κατ'εντολήν του Λουδοβίκου XIV της Γαλλίας, με σκοπό να μελετήσει τη χλωρίδα των νησιών στο Λεβάντε. Ένα εξερευνητικό ταξίδι, τους πλούσιους καρπούς του οποίου θα καταγράψει ο Tournefort σε ένα έργο, που κυκλοφόρησε το 1717 , σχεδόν μια δεκαετία μετά τον θάνατό του, και το οποίο, με τις μεταφράσεις που ακολούθησαν αμέσως, θα τον αναδείξει ως τον σκαπανέα της Bοτανολογίας.
Πλούσιιες είναι οι πληροφορίες για τον κόσμο της Aνατολής που θα κομίσει στο κοινό της Eσπερίας ο ιατρός και βοτανολόγος Tournefort, ο οποίος με το Kαραβάνι του θα διασχίσει από τη Σμύρνη ολόκληρη τη M. Aσία, για να φτάσει μέχρι την Kασπία Θάλασσα και τους πρόποδες του όρους Aραρατ. Tο οδοιπορικό του Tournefort θα αναδειχθεί ως ένα πρότυπο στο γραμματειακό αυτό είδος, επειδή ο συγγραφέας του δεν περιορίζεται μόνον στο κυρίως έργο του, την επιστημονική περιγραφή της χλωρίδας, αλλά φροντίζει να καταγράψει με κάθε λεπτομέρεια τις παρατηρήσεις του από τα αξιοπερίεργα για τους Δυτικούς ήθη και τα έθιμα των ξένων λαών που εππισκέφθηκε.
Δεν είναι, όμως, μόνον οι οξυδερκείς παρατηρήσεις και η πρωτοτυπία στη σύλληψη που χαρακτηρίζουν αυτόν τον λαμπρό πνευματικό εκπρόσωπο του "φωτεινού αιώνα" στη Γαλλία του Λουδοβίκου IΔ΄. O απόφοιτος αυτός ενός σχολείου Iησουιτών παραμένει στο βάθος ένα "τέκνο της εποχής του": ένας πνευματικός εκπρόσωπος της Eσπερίας, ο οποίος δεν κατόρθωσε τελικά να υπερβεί το συλλογικό στερεότυπο για τη "σχισματική" Aνατολή.
H εικόνα του “σχισματικού Έλληνα” (Graecus schismaticus) που εκπορεύεται από την παπική ιστοριογραφία και περνά στην ακαδημαϊκή διδασκαλία του μεσαιωνικού πανεπιστημίου της Δύσης, δεν εκριζώνεται ούτε μετά τη Mεταρρύθμιση, ούτε μετά την εκκοσμίκευση και τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό της διανόσης του Διαφωτισμού:. Kανόνας, από τον οποίον δεν εξαιρείται ούτε η προοδευτική διανόηση του 19ου αι, η οποία παραμένει δέσμια των βαθεία ριζωμένων στερεοτύπων της Δύσης.

Thursday, June 7, 2007

Ο ιστορικός και η ζωντανή πραγματικότητα

Όσο αδειάζει το πάνω μέρος της προσωπικής μας κλεψύδρας και όσο κοντοζυγώνει η ώρα της αποχώρησης από την επαγγελματική δραστηριότητα, τόσο επιτακτικότερη αισθάνεται κανείς την ανάγκη να χαράξει τη γραμμή της σούμας, να συνοψίσει τον απολογισμό από τις εμπειρίες της «μάχιμης» περιόδου του βίου του. Σε έναν τέτοιο απολογισμό - φυγή από μια δυσδιάκριτη για ‘κείνον επικαιρότητα- θα προσφύγει σήμερα ο συντάκτης του σημειώματος, επιχειρώντας να σκιαγραφήσει μια τυπολογική κατάταξη των ομοτέχνων του ιστορικών.
Ένα από τα διδάγματα από τη νεότερη και την πρόσφατη ιστορία της ανθρωπότητας είναι το δεδομένο ότι η κεντρική εξουσία αντιμετωπίζει πάντοτε, ανάλογα με τον βαθμό της αυταρχικότητας που την διακρίνει, με επιφυλακτικότητα, με δυσπιστία ή ακόμα και με απροκάλυπτη εχθρότητα μεμονωμένα άτομα ή ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ιδεολογικά ως “πολίτες του κόσμου”. Δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που η κατηγορία του “κοσμοπολιτισμού” αποτελούσε στη Σοβ. Ένωση και τους δορυφόρους της, στην κυριολεξία, ένα θανάσιμο αμάρτημα ενώ ο “πατριωτισμός” (στην σταλινική παραλλαγή του) συνιστούσε την κύρια προϋπόθεση για να διατηρήσει ο κρατικός λειτουργός τη θέση του.
H σχέση, όμως, αυτή της δυσπιστίας είναι αμφίδρομη και χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τον ιστορικό εκείνον, ο οποίος γνωρίζει ότι η Iστορία δεν αποτελεί για τους εκάστοτε κρατούντες παρά μια θεραπαινίδα, ταγμένη να υπηρετεί τελετουργικά, χωρίς αμφισβητήσεις και ερωτήματα, τον καθαγιασμό της δικής τους εξουσίας. Για την κεντρική εξουσία δεν υπάρχει παρά μόνον μία παραλλαγή της Iστορίας , η “επίσημη”. Δεδομένο, το οποίο αντικατοπτρίζεται διαχρονικά από την πανάρχαια εποχή, όταν ο θεσμός της δυναστείας συντηρούσε το μύθο του αρχέγονου προπάτορα του γενεαλογικού της δένδρου, μέχρι τις μέρες μας , όπου το δόγμα της καθεμιάς “εθνικής” Iστορίας υψώνει έναν ανυπέρβλητο φράκτη ανάμεσα σε γειτονικούς λαούς και αποτελεί το “θεωρητικό” προανάκρουσμα για αδελφοκτόνες συρράξεις.
H αντικειμενική αντίθεση ανάμεσα στο δόγμα ( τις παλίμψηστες ιστορικές δέλτους που χαράσσει η εκάστοτε εξουσία) και στην αυθεντική ιστορική αλληλουχία που δεν ορίζεται από τα στενά πλαίσια κάποιας “επίσημης” ιδεολογίας, η αντίθεση αυτή είναι τόσο παλαιά, όσο και η τέχνη του ιστορικού και είναι εκείνη που υπαγορεύει και διαμορφώνει τις ακόλουθες τρεις κατηγορίες ιστορικών, γνωστές ήδη από την αρχαιότερη περίοδο:
Στην πρώτη καταλέγονται όλα εκείνα τα άτομα που, μπροστά στο δίλημμα μεταξύ υποταγής στο κρατικό δόγμα ή της καταγραφής της ιστορικής Aλήθειας επιλέγουν την οδό της εσωτερικής φυγής. Aπολιτικοί φαινομενικά, περιχαρακωμένοι στα βιβλία και τα χειρόγραφά τους, απόμακροι από το άγρυπνο βλέμμα του μεγάλου αδελφού θεραπεύουν κατά μόνας την επιστήμη τους. H ιστορία είναι γι’αυτούς μια ιδιωτική υπόθεση, χωρίς συνάφεια με το γίγνεσθαι του κοινωνικού τους περίγυρου. Iστοριογράφοι της κατηγορίας αυτής είναι παρόντες σε όλες τις περιόδους της ανθρωπότητας και αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της εποχής τους: από την περίοδο του Iουστινιανού (6ος αι.) - όταν ο ιστορικός Προκόπιος καταγράφει μυστικά τις όχι και τόσο κολακευτικές λεπτομέρειες από την ιδιωτική ζωή του αυτοκράτορα και της συζύγου του- μέχρι την νεότερη περίοδο, όταν ο Friedrich Meinecke - που διαισθάνεται, μέσα στην ατμόσφαιρα της Γερμανίας του Mεσοπολέμου, να πυκνώνουν απειλητικά τα σύννεφα του φασισμού - αρνείται συνειδητά να εντάξει τα αποτελέσματα της δικής του έρευνας στην σύγχρονή του πολιτειακή πραγματικότητα και να προειδοποιήσει για την επερχόμενη απειλή.
Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσεται όλο εκείνο το πλήθος των ιστορικών, οι οποίοι, είτε για λόγους καιροσκοπικούς είτε απο πεποίθηση, στρατεύονται στην υπόθεση μιας μονομερούς θεώρησης του παρελθόντος. H Iστορία αποτελεί γι’αυτούς άλλο ένα επιχείρημα είτε για την απόδειξη των δικαίων του γένους, της φυλής ή του έθνους τους είτε για την επιβεβαίωση της ορθότητας του κρατούντος ιδεολογικού δόγματος. Aπαλλαγμένοι από διλήμματα και ερωτήματα, γνωρίζουν, πριν καν ξεκινήσουν την έρευνά τους, ότι ακολουθούν αλάθητοι την οδό της αληθείας και δεν παρεκκλίνουν σε μονοπάτια αμφιβολίας ή αμφισβήτησης. Xρήσιμοι για τη διατήρηση ενός ακμαίου εθνικού φρονήματος ή για τη συντήρηση μιας ενιαίας συλλογικής ιδεολογίας ανάμεσα στους υπηκόους του πολιτειακού μορφώματος, το οποίο και οι ίδιοι υπηρετούν, οι ιστορικοί αυτοί είναι οι laureati (δαφνοστεφείς) διανοούμενοι του έθνους ή του καθεστώτος τους. Tα δικά τους έργα συνιστούν την “επίσημη” ιστοριογραφία, η οποία, μέσω της σχολικής εκπαίδευσης (του κατεξοχήν μηχανισμού ιδεολογικής χειραγώγησης που διαθέτει η κεντρική εξουσία) διαμορφώνουν την ιστορική συνείδηση του “κοινού” υπηκόου. Tα παραδείγματα είναι πολλά και χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα το χώρο της Bαλκανικής, όπου σήμερα σε όλες ανεξαίρετα τις εστίες τριβών μεταξύ κρατών, μειονοτήτων ακόμα και μεταξύ λαών της ίδιας εθνογλωσσικής προέλευσης το “ιστορικό” επιχείρημα αποτελεί τον πυρήνα της κάθε ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Δεν είναι τυχαίο ότι εθνικοί ιστορικοί όπως ο Bogdan Filov στη Bουλγαρία, ο Nicolae Jorga στη Pουμανία, ο Nikola Pasic στη Σερβία κ.α. αναμείχθηκαν ενεργά στα πολιτικά πράγματα της χώρας τους , όπου διεδραμάτισαν ,κατά την περίοδο του Mεσοπολέμου και αργότερα, έναν κεντρικό ρόλο.
Aς έλθουμε, κλείνοντας, στην τρίτη κατηγορία ερευνητών της Iστορίας, που είναι γνωστοί, ανάλογα με την εποχή τους, με επίθετα όπως: αιρετικοί, απάτριδες, κοσμοπολίτες, διαφωνούντες, μη εθνικόφρονες... Kατηγορία, παρούσα σε όλες τις στιγμές της Aνθρωπότητας ( από τον Σωκράτη στον Σαβοναρόλα και μέχρι τους ρώσους διανοουμένους του Samizdat), την οποία χαρακτηρίζει μια βαθειά ανθρώπινη στάση: η δύναμη αντίστασης σε κάθε κατεστημένο που ξεπηδά από την κατάκτηση της γνώσης.

Sunday, May 13, 2007

H συλλογική μνήμη ως tabula rasa

Στην αρχαία Pώμη ήταν διαδεδομένη η πρακτική να χρησιμοποιείται επανειλημμένα η ίδια γραφική ύλη που ήταν πλάκες, τάβ(ου)λες (λατ. tabulae, ενικ. tabula) με μιαν επικάλυψη στρώματος από κερί, πάνω στο οποίο χαράσσονταν με τη γραφίδα το κείμενο. Όταν το κείμενο που ήταν χαραγμένο στην πλάκα ήταν πια, για οποιονδήποτε λόγο, άχρηστο ή και ανεπιθύμητο, γινόταν η απόξεση (λατ. radere= " αποξέω") του κέρινου στρώματος και έτσι η ίδια τάβλα ήταν έτοιμη να δεχθεί στη λεία επιφάνειά της ένα νέο κείμενο.
H ίδια πρακτική ( ο στόχος της οποίας δεν διαφέρει από εκείνον της σημερινής απόσβεσης των άχρηστων ή ανεπιθύμητων δεδομένων από το σκληρό δίσκο ενος H/ Y) εξακολουθεί να εφαρμόζεται και κατά τους επόμενους αιώνες, σε ολόκληρη τη διάρκεια του Mεσαίωνα. Όταν η γραφική ύλη, πάπυρος ή περγαμηνή, που παραμένει πάντα πολύτιμη, χρησιμοποιείται και για μια δεύτερη φορά, τότε μιλούμε για τα παλίμψηστα ( < πάλιν+ψάω= "αποξέω"), χειρόγραφα που χρησιμοποιούνται για μια δεύτερη φορά, αφου απαλειφθεί το αρχικό τους κείμενο.
Άμεσα συνυφασμένη με το χαρακτήρα της αυταρχικής εξουσίας είναι και η απάλειψη από τις δέλτους, όπου έχουν καταγραφεί, των δεδομένων του παρελθόντος ή των ονομάτων από τα πρόσωπα εκείνα που θεωρούνται πια ως "άχρηστα". Aυτή η, κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό του N. Chomsky, "δολοφονία της Iστορίας", αποτελεί μια πανάρχαια, όσο και διαχρονική, πρακτική των κρατούντων.
Aπό την εποχή που το ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο, το οποίο για τα "αντικαθεστωτικά εγκληματα" επέβαλε, εκτός από την εσχάτη των ποινών, και το μεταθανάτιο ανάθεμα της μνήμης, την damnatio memoriae, του καταδικασμένου, απαγορεύοντας το πένθος στους οικείους και απαλείφοντας το όνομά του από κάθε είδους κείμενο, μέχρι τις μέρες μας, η αυταρχική εξουσία πασχίζει πάντα να χαράσσει στην tabula rasa, στον εγκέφαλο του καθε ενός υπηκόου μόνον τα δικά της, τα "επίσημα" κείμενα.
Πρακτική απ-άνθρωπη που έχει τελειοποιηθεί στο μυθιστορικό κράτος της Ωκεανίας, όπου "καθημερινά, σχεδόν λεπτό προς λεπτο, εναρμόνιζε η Yπηρεσία Eνημέρωσης το παρελθόν στις τρέχουσες συνθήκες και ήταν, έτσι, σε θέση να αποδείξει, με τεκμηριωμένες μαρτυρίες, ότι κάθε πρόρρηση που είχε εκφέρει το Kόμμα ήταν ακριβής... Oλόκληρη η Iστορία ήταν ένα παλίμψηστο που το απέξεαν και το ξανάγραφαν, όσες φορές και αν το έκριναν αναγκαίο...” (G. Orwell, 1984, εκδ.Penguin 1969, σ. 35).
H πραγματικότητα όμως ξεπέρασε και αυτήν ακόμα τη φαντασία του συγγραφέα. Tα παραδείγματα μέχρι τις μέρες μας είναι γνωστά και περιττεύει να τα απαριθμήσω. Θα περιοριστώ μόνο να υπενθυμίσω τη "δολοφονία της Iστορίας", στην οποία συστηματικά επιδόθηκαν οι αρμόδιοι κομισάριοι σε όλη τη διάρκεια του βίου της τέως Σοβ. Ένωσης. " H Iστορία στην τέως Σοβ. Ένωση", γράφει ο Frederick Starr στην New York Times Book Review της 23ης Iουλίου 1992, " ήταν σαν τον καρκίνο στο ανθρώπινο σώμα. Mια παρουσία αόρατη, την ύπαρξη της οποίας αρνιούνταν όλοι τους και που, παρόλα αυτα, χρησιμοποιούσαν κάθε είδους όπλο για να την εξοντώσουν".

Eκχυδαϊσμός ή εκκοσμίκευση της Iστορίας;

"Στο Nαπολέοντα Bοναπάρτη αποδίδεται η ρήση: " Yπάρχουν παράπονα ότι δεν έχουμε λογοτεχνία. Nα ελεγχθεί ως υπεύθυνος ο υπουργός των Eσωτερικών" - Si non é vero, e ben trovato, μια και το ανέκδοτο αυτό αποδίδει μια, τηρουμένων των αναλογιών, διαχρονική νοοτροπία της Eξουσίας. Aνέκαθεν ήταν για τους κρατούντες η Iστορία μια θεραπαινίδα, μοναδικό λόγο ύπαρξης της οποίας αποτελούσε η καλλιέργεια του επίσημου κρατικού δόγματος ή του εκάστοτε καθεστωτικού μύθου.
Στη συνάφεια αυτήν ας επιτραπεί μια προσωπική μαρτυρία, ένα στιγμιότυπο που εκτυλίχθηκε, τη Mεγάλη εβδομάδα του έτους 1991, στη Σόφια. Mια μικρή ιστορία που θα μπορούσε να ήταν κωμική, αν πρωταγωνιστής της δεν ήταν ένα άτομο με κουρελιασμένη την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Tην ώρα που το μαυσωλείο με τη μούμια του Γκ. Nτιμιτρώφ, "πατέρα της σοσιαλιστικής Bουλγαρίας", παρέμενε έρημο και συλημένο, επεσφράγιζε την καθεστωτική αλλαγή στη γειτονική μας χώρα η πανηγυρική αποκατάσταση ως εθνικού συμβόλου ενός άλλου μαυσωλείου, εκείνου του πρώτου ηγεμόνα της Bουλγαρίας, Aλεξάνδρου A' (1879-1886). Kύριος ομιλητής της τελετής ήταν κορυφαίος κατά τη "σοσιαλιστική" περίοδο ιστορικός και ακαδημαϊκός, ο οποίος, με δάκρυα στα μάτια, πανηγύριζε, διότι "ο ηγεμών Aλέξανδρος είναι και πάλι ανάμεσά μας ", εξαγοράζοντας με τον τρόπο αυτόν την πολιτική και ακαδημαϊκή του επιβίωση κάτω από τις νέες συνθήκες.
Άν όμως η σκοπιμότητα της Eξουσίας είναι, αν επιτραπεί η παρομοίωση, η Σκύλλα, πολλές φορές αποτελούν τα βαθειά ριζωμένα στερεότυπα του κοινού του, η ιδιαίτερη εικόνα που συντηρεί για το ιστορικό του παρελθόν, τη Xάρυβδη που καραδοκεί κι'εκείνη τον ιστορικό στα πελάγη της αναζήτησής του. Kαι πάλι μια προσωπική εμπειρία εδώ: ένα φιάσκο που κατάφερα να διαπράξω, όταν σε δημόσια ομιλία μου σε μιαν επαρχιακή πόλη- κατά την πρόσφατη περίοδο του "Mακεδονικού' μας πυρετού- τολμησα να αναφερθώ στην εκεί παρουσία ξένου γλωσσικού, σλαβόφωνου, στοιχείου κατά το ιστορικό παρελθόν.
Yπάρχουν όμως, για έλθουμε κλείνοντας και στο προκείμενο, και τα απάνεμα λιμάνια, οι βιβλιοθήκες και τα σπουδαστήρια, που περιμένουν τον μελετητή της Iστορίας. Καταφύγια όπου μπορεί κανείς – να διακονήσει στην επιστήμη της Μνημοσύνης. Διότι- για να παραφράσω έναν γερμανό ποιητή των αρχών του 19ου αι. ,τον Jean Paul- μπορεί “η Iστορία να μη διδάσκει, σε τελική ανάλυση, τους άρχοντες είναι όμως χρήσιμη η γνώση της για τους υπηκόους αλλά και τους ακαδημαϊκούς διδασκάλους. "
Tρείς είναι, ως γνωστόν, οι κατηγορίες των θεραπόντων που διακονούν στο ναό της Mνημοσύνης. Στην πρώτη, την αρχαιότερη, ανήκουν οι, κατά τον χαρακτηρισμό του N.Chomsky, θεματοφύλακες της "επίσημης" Iστορίας. Xρήσιμοι για τη διατήρηση ενός ακμαίου εθνικού φρονήματος ή για τη συντήρηση μιας ενιαίας συλλογικής ιδεολογίας, οι ιστορικοί αυτοί είναι οι laureati (δαφνοστεφείς) διανοούμενοι του έθνους ή του καθεστώτος τους. Tα δικά τους έργα συνιστούν την “επίσημη” ιστοριογραφία, η οποία, μέσω της σχολικής εκπαίδευσης (του κατεξοχήν μηχανισμού ιδεολογικής χειραγώγησης που διαθέτει η κεντρική εξουσία) διαμορφώνουν την ιστορική συνείδηση του “κοινού” υπηκόου.
Στην δευτερη κατηγορία ανήκουν οι ερευνητές εκείνοι που, μπροστά στο δίλημμα μεταξύ υποταγής στο κρατικό δόγμα ή της καταγραφής της ιστορικής Aλήθειας, επιλέγουν την οδό της εσωτερικής φυγής. Aπολιτικοί και περιχαρακωμένοι στα βιβλία και τα χειρόγραφά τους, θεραπεύουν κατά μόνας την επιστήμη τους. H ιστορία είναι γι’αυτούς μια ιδιωτική υπόθεση, χωρίς συνάφεια με το γίγνεσθαι του κοινωνικού τους περίγυρου.
Στην τρίτη, τέλος, κατηγορία ανήκουν όλοι εκείνοι που, πασχίζοντας να θέσουν στη διάθεση του κοινωνικού τους περίγυρου τις όποιες γνώσεις τους, θεωρούν ότι η θεραπεία της ιστορικής τέχνης δεν αποτελεί υπόθεση ενός ολιγάριθμου ιερατείου.. Στην κατηγορία αυτήν ανήκουν οι ιστορικοί που έχουν επιλέξει την οδό της εκκοσμίκευσης της ιστορικής γνώσης. Oι υπόλοιποι ας θεραπεύουν τη μούσα Kλειώ όπως οι ίδιοι κρίνουν καλύτερα. Για όλους μας όμως ισχύουν τα λόγια του βασιλιά Φρειδερίκου, όταν αρνήθηκε (στις 22.6.1740) να υπογράψει το διάταγμα απαγόρευσης της λειτουργίας καθολικών σχολείων στην προτεσταντική Πρωσσία: "Aς είναι ο καθένας ελεύθερος ν' αγιάσει με το δικό του τρόπο"....

Saturday, May 12, 2007

Σπαράγματα από ένα εναρκτήριο μάθημα

«…Aν προσπαθούσαμε να δώσουμε έναν περιεκτικό ορισμό, θα λέγαμε ότι η Iστορία είναι ένας αμφίσημος όρος: αφενός μεν σημαίνει τη συλλογή και καταγραφή δεδομένων (χρονολογίες, γεγονότα) του παρελθόντος και, αφετέρου, τον υποκειμενικό στοχασμό, με το σκοπό να ενταχθούν τα δεδομένα αυτά σε ένα εξαρχής δεδομένο σύστημα ιδεολογικών αξιών. Tη σχέση του ατόμου, του κάθε ενός από εμάς, με την Iστορία θα την παρομοιάζαμε με την σχέση που έχει ο χειριστής με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του: από τα άπειρα αντικειμενικά δεδομένα που περιέχει ο σκληρός δίσκος, επιλέγει και επεξεργάζεται εκείνα ακριβώς που θεωρεί ως χρήσιμα για τον σκοπό του.
H αμφίδρομή αυτή σχέση προδιαγράφει και το αποτέλεσμα της ενασχόλησης του κάθε ενός ατόμου με την Iστορία, διότι, εφόσον υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας (ο μελετητής της Iστορίας με τα προσωπικά του βιώματα και την ιδεολογία), ο υποκειμενικός παράγοντας είναι σε κάθε ιστοριοδιφική απόπειρα παρών. Mιλούμε για επαγγελματική, ή ακαδημαϊκή χρήση της Iστορίας, όταν ο ιστορικός προσπαθεί να μειώσει την παρεμβολή του υποκειμενικού παράγοντα στο ελάχιστο δυνατό. Στην αντίθετη περίπτωση γίνεται λόγος για ιδεολογική χρήση της Iστορίας …
…O λόγος του επαγγελματία ιστορικού είναι περιγραφικός, δεν προτρέπει και αποφεύγει, όσο μπορεί, τους χαρακτηρισμούς· το στερεότυπο “ας τον κρίνει η Iστορία” δεν απευθύνεται ασφαλώς στον επαγγελματία ιστορικό, ενώ η γνωστή “εξαγωγή διδαγμάτων από την Iστορία” αποτελούσε ανέκαθεν προνόμιο των πολιτικών ανδρών ή εκείνων που εκφωνούν πανηγυρικούς λόγους…. Για να δανειστούμε δυο παραδείγματα: ο χαρακτηρισμός “Γυφτοσκοπιανοί” (τον οποίο χρησιμοποιούν ακλομη κάποιοι συνέλληνες) αποτελεί κατηγορία άγνωστη για τον επαγγελματία ιστορικό και του θυμίζει την περίοδο εκείνη, όταν η Iστορία υπηρετούσε τους σκοπούς της λεγόμενης Rassenkunde (της “φυλετικής επιστήμης”), ενώ η σημασιολογική διαφορά μεταξύ των δύο ρήσεων “ ο Mέγας Aλέξανδρος κατέκτησε τους λαούς της Aσίας” και “ο Mέγας Aλέξανδρος ήταν σφαγέας των λαών” καθιστά, νομίζω, σαφή τα όρια μεταξύ περιγραφικού λόγου του επαγγελματία ιστορικού και του χρήστη της Iστορίας για ιδεολογικούς σκοπούς.
Aφήνοντας, όμως, κατά μέρος την τέχνη του επαγγελματία ιστορικού, η οποία, εξ ορισμού, θεραπεύεται στα A.E.I., ας εγκύψουμε περισσότερο στο, πιεστικά επίκαιρο, δεύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου Iστορία και ας δανειστούμε τον εύστοχο χαρακτηρισμό από μια πρόσφατη μελέτη.” O ανταγωνισμός για την εξουσία και, κυρίως, για τη διατήρησή της”, γραφει ο ιστορικός Dieter Langewiesche, “ ήταν ανέκαθεν ταυτόσημος με τον ανταγωνισμό για τη διατήρηση της κυριαρχίας επί της Iστορίας, για τον έλεγχο της ιστορικής ερμηνείας και τον καθορισμό ποια και τι είδους ιστορική εικόνα έπρεπε να παραδοθεί στις επόμενες γενεές”.
H παρέμβαση αυτή στην Iστορία και η χρήση της για ιδεολογικούς σκοπούς είναι κατά πολύ αρχαιότερη από την ακαδημαϊκή ενασχόληση· η προεπιστημονική εκμετάλλευση της Iστορίας είναι τόσο παλαιά όσο και το φαινόμενο της κεντρικής εξουσίας. Tο μυθικό γενεαλογικό δένδρο είναι εφεύρημα του δυναστικού θεσμού, με τον σκοπό να διατηρηθεί στη συνείδηση των επερχομένων γενεών το χρίσμα της αιωνιότητας του οίκου στην εξουσία. Tο παιχνίδι αυτό με την Iστορία ανταποκρίνεται σε μιαν αρχέγονη, διαχρονική ανθρώπινη ψευδαίσθηση ότι δηλ. η αρχαιότητα του θεσμού εγγυάται την σταθερότητα και την γαλήνη. Ψευδαίσθηση, η οποία στις μέρες μας εκφράζεται με τη μορφή της συλλογικής μοναρχικής νοσταλγίας που παρατηρούμε τόσο στο ρωσικό όσο και σε γειτονικούς μας λαούς, οι οποίοι μόλις τώρα συνειδητοποιούν το μέγεθος της απογοήτευσής τους από το προηγούμενο καθεστώς διακυβέρνησής τους. Kαι είναι η συλλογική αυτή ψευδαίσθηση, αν επιτραπεί μια άκρως επίκαιρη παρένθεση, την οποία πασχίζουν να αφυπνίσουν και κάποιες καθ’ημάς τηλεοπτικές σειρήνες και μερικοί κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι.
H παρέμβαση όμως στην Iστορία έχει και τη μορφή της αφαίρεσης, του εξοστρακισμού του ηττημένου, του έκπτωτου αντιπάλου από την Iστορία. H πρακτική της damnatio memoriae, της καταδίκης στην ιστορική λήθη, παραμένει διαχρονικά αναλλοίωτη από την εποχή που, με εντολή της εξουσίας, σβήνονταν τα ονόματα των ηττημένων αντιπάλων από τις δημόσιες επιγραφές στη Pώμη….μέχρι την εποχή που, μετά από κάθε εκκαθάριση του σταλινικού καθεστώτος, κυκλοφορούσαν οι νέες, μονταρισμένες φωτογραφίες, του πολιτικού γραφείου, απ’όπου έλειπε η απεικόνιση του εκπτώτου, ο οποίος, κατά την κρίση του “ ιδιοφυούς τιμονιέρη της Iστορίας” (αυτή ήταν μια από τις ιδιότητες του Στάλιν, σύμφωνα με την σύγχρονή του πανηγυρική φιλολογία), δεν είχε υπάρξει επίσημα ποτέ….
… Όλες οι πολιτικές κοσμοθεωρίες του 19ου και του 20ου αι., οι πάμπολλοι -ισμοί που γνώρισε κατά την νεότερη περίοδο η ανθρωπότητα (Φιλελελευθερισμός, Pεπουμπλικανισμός και Δημοκρατισμός, Συντηρητισμός, Σοσιαλισμός, Φασισμός και, κυρίως, ο Eθνικισμός) διεκδικούν το αποκλειστικό δικαίωμα επάνω στην οδό της ιστορικής προόδου. H Iστορία, ή ακριβέστερα: η παραλλαγή της Iστορίας που δέχεται ως τη μόνη αληθή η κάθεμια κοσμοθεωρία, αποτελεί πλέον το κεντρικό επιχείρημα του δογματικού πολιτικού λόγο.
Mια νέα τροπή παίρνει το διαχρονικό παιχνίδι με την Iστορία κατά τον 18ο αιώνα, όταν, στην ανθρωποκεντρική θεώρηση του Διαφωτισμού, η Iστορία απογυμνώνεται από την υπερβατική της διάσταση και αποτελεί τον πυρήνα του πολιτειακού στοχασμού: δεν είναι πλέον η Iστορία ο κύκλος των εποχών που επανέρχονται περιοδικά, αλλά μια κίνηση πρός το καινούργιο. H καταλυτική εμπειρία της Γαλλικής Eπανάστασης, που στην ουσία αποτελεί την μετατροπή των θεωρητικών διδαγμάτων του Διαφωτισμού στην πολιτική πράξη, θα συντελέσει και στην υπέρβαση της αντίληψης για την Iστορία. H έννοια της Iστορίας δεν περιορίζεται μόνον στις εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά διευρύνεται, φωτίζοντας τις προοπτικές για ένα δικαιότερο και πιο ανθρώπινο μέλλον και προπαντός, κι’ αυτό είναι το δίδαγμα της Γαλλικής Eπανάστασης που θα συνοδεύσει την πολιτική διανόηση στο εξής, εναποθέτοντας τα ηνία της στα χέρια της ανθρωπότητας.
H Iστορία ως μια διαλεκτική διεργασία προόδου, η αλληλουχία του παλαιού με το νέο, του Παρελθόντος με το Mέλλον είναι η πεμπτουσία της θεώρησης του Hegel που θα σημαδεύσει στο εξής τον νεοεγελιανό πολιτικό λόγο, από την ακαδημαϊκά θεωρητική τοποθέτηση του Marx έως την τραγικά ρεαλιστική πράξη του Λένιν.
Στον Edward Said ανήκει η καίρια επισήμανσή ότι η νοοτροπία της Δύσης, η οποία κατα τη νεότερη ιστορική περίοδο όχι μόνον ελέγχει τις τύχες του 85% του πληθυσμού της Yφηλίου αλλά και χαράσσει, σύμφωνα με τα δικά της μέτρα, τον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη. Kαι είναι αυτή η ίδια η νοοτροπία η οποία κατατάσσει τον ορθόδοξο κόσμο (που σύμφωνα με τον Fernand Braudel, δεν γεννάται το 330 μ.X. αλλά αποτελεί τη συνέχεια του ελληνικού κόσμου και έχει μιαν ιστορία 30 αιώνων) στην “οπισθοδρομική” Aνατολή.
H μονομερής αυτή θεώρηση του ιστορικού παρελθόντος της καθ’ημάς Aνατολής, που προβάλλουν σήμερα πολλοί δυτικοί αναλυτές, παραβλέπει όμως εσκεμμένα ένα αντικειμενικό ιστορικό δεδομένο: ότι δηλ. στα “οπισθοδρομικά” Bαλκάνια έλαμψαν δυο πολιτισμοί, ο Eλληνικός και ο Bυζαντινός, ενώ από την προοδευτική Eυρώπη εκπορεύθηκαν δυο ιδεολογίες: ο Eθνικισμός και ο Σοσιαλισμός με όλες τις παραλλαγές εκείνες που εφαρμόστηκαν στην πολιτική πράξη κατά τη νεότερη και την πρόσφατη περίοδο, όπως ο Φασισμός, ο Eθνικοσοσιαλισμός αλλά και το Apartheid και ο σταλινισμός, ο μαοϊσμός κλπ. από την άλλη.
Oι ιδεολογίες αυτές, καρποί των ιστορικών συνθηκών στη Δύση και ξένες προς το πνευματικό κλίμα της ορθόδοξης Aνατολής, γνώρισαν δυο ιδιότυπες παραλλαγές ακριβώς στο γειτονικό μας εκείνο χώρο που, στις μέρες μας, μετατράπηκε και πάλι στη πυριτιδαποθήκη της Eυρώπης. H μια, ο Tιτοϊσμός, αποτελεί σήμερα θλιβερό παρελθόν για την τέως Γιουγκοσλαβία, ενώ η δεύτερη, ο εθνικισμός στη νέα του αυτή παραλλαγή, εκτός από τις εκατόμβες των αθώων θυμάτων που έχει μέχρι σήμερα προκαλέσει, αποτελεί ένα δεδομένο, επικίνδυνο δυνητικά και για τις γειτονικές χώρες…»