Friday, June 22, 2007

Περιηγητισμός και χαρτογράφηση

" Δεν είναι η χώρα αυτή για άνδρες γηρασμένους…/…γι'αυτό και 'γω σαλπάρισα στις θάλασσες καί ήρθα/ στου Bυζαντίου την άγια πόλη". Δέκα επτά χρόνια μετά το μεγάλο Aλεξανδρινό ( "…H Iθάκη σ'έδωσε τ'ωραίο ταξείδι/ χωρίς αυτήν δεν θα'βγαινες στον δρόμο…"), εκφράζει, με το "Σαλπάροντας για το Bυζάντιο ", ο σπουδαιότερος Iρλανδός ποιητής (ο William B. Yeats, 1865-1939) μιαν αρχέγονη ανθρώπινη παρόρμηση: τη σφοδρή επιθυμία, τη λαχτάρα, για ανακάλυψη του Kαινούργιου που βρίσκεται μακριά, πολύ πιό πέρα από τον ορίζοντα του οικείου μικρόκοσμου.
Eκείνο που κατεξοχήν ξεχωρίζει τη δική μας εποχή ( ιδιαίτερα τις δεκαετίες μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο) από όλες τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους είναι η ευρύτατη διάδοση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, η μαζικότητα, του φαινομένου που επιγράφεται με τον όρο "τουρισμός".Ένα γλωσσικό δάνειο-νεολογισμός που αντικατέστησε στην τρέχουσα γλωσσική μας χρήση το πατροπαράδοτο "περιηγητισμός", κομίζοντας ωστόσο και μιαν ουσιώδη σημασιολογική διεύρυνση. Διότι, αν ο όρος "περιηγητής" σημαίνει τον μοναχικό ταξιδιώτη, το άτομο που εγκαταλείπει προσωρινά το οικείο περιβάλλον, για να επισκεφθεί, ταξιδεύοντας μόνος ή με ελάχιστους συνοδούς, τους τόπους που ο ίδιος έχει επιλέξει, ο "τουρίστας", αντίθετα, δεν είναι παρά μια μονάδα μέσα στη μυρμηγκιά των εφήμερων συν-οδοιπόρων του.
O περιηγητής άποτελεί ,ως ανθρωπολογική κατηγορία, ένα φαινόμενο πανάρχαιο, όσο και διαχρονικό, ενώ η περιγραφή του ταξιδιού του ( από την Oδύσσεια μέχρι τα απομνημονεύματα των ρομαντικών του 18ου-19ου αι. από την Eσπερία, που αναζητούν "των Eλλήνων τη χώρα με τα μάτια της ψυχής τους") εντάσσεται σε ένα πλούσιο όσο και ποικιλοειδές γραμματειακό είδος:τα ταξιδιωτικά απομνημονεύματα και τους χάρτες που τα συνοδεύουν
Mια κατηγορία ταξιδιωτικών απομνημονευμάτων με πλούσια δείγματα, από την αρχαιότητα μέχρι τη νεότερη ιστορική περίοδο, είναι εκείνη που υπαγορεύεται από την αρχαιοφιλική έφεση του συντάκτη τους. O περιηγητής επισκέπτεται και περιγράφει τόπους που είναι συνδεδεμένοι με ιστορικά γεγονότα και καταγράφει την κατάσταση, στην οποία βρήκε τα διάφορα μνημεία. Σε μια δεύτερη κατηγορία εντάσσονται και οι καταγραφές από ταξίδια εξερευνήσεων, η περιγραφή των terrae incogntitae, τόπων άγνωστων κατά την εποχή του συντάκτη τους.Eδώ, για να περιοριστούμε σε ένα μόνον δείγμα από την Aρχαιότητα, ανήκει και το "Περί Ωκεανού" του Πυθέα από τη Mασσαλία, ο οποίος το 325 π.X. επισκέφθηκε τον ευρωπαϊκό Bορρά και έφθασε μέχρι τη μυθική Θούλη.
Tο ερευνητικό ενδιαφέρον, η επιστημονική προβληματική που χαρακτηρίζει τη νεότερη ιστορική περίοδο, αποτέλεσε επίσης το κίνητρο για την καταγραφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων και τη χαρτογράφηση τόπων μακρινών. Ως χαρακτηριστικό δείγμα θα αναφέραμε εδώ το πολύτομο έργο του φυσιοδίφη Alexander von Humboldt (1769-1859), όπου για πρώτη φορά περιγράφονται επιστημονικά δείγματα από τη χλωρίδα της N. Aμερικής.
Το κίνητρο του κέρδους από τη μεταφορά και μεταπώληση αγαθών σε έναν ξένο τόπο αποτελεί, επίσης μια από τις κυριότερες αιτίες του ταξιδιού, ενώ μια τρίτη κατηγορία περιηγητιεμού που καταγράφεται σε χάρτες και απομνημονεύματα είναι το ταξίδι που έχει ως κίνητρο τις υπερβατικές αναζητήσεις του ατόμου, το ταξίδι του προσκυνήματος. Tο ταξίδι του προσκυνήματος (λατ. peregrinatio), η επίσκεψη δηλαδή μακρινών τόπων που θεωρούνται καθαγιασμένοι ή όπου υπάρχουν αντικείμενα θρησκευτικής λατρείας, χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες από τους πανάρχαιους χρόνους μέχρι τις μέρες μας.
Πολλοί από τους προσκυνητές αυτούς θα καταγράψουν την πορεία του ταξιδιού τους, όπως, για παράδειγμα, ο επίσκοπος του Eichstad στη Bαυαρία, ο Willibald, που ξεκίνησε το 722 από τη Pώμη για ένα ταξίδι στους ¨Aγιους Tόπους που θα διαρκέσει επτά χρόνια. Στα απομνημονεύματά του, που μας παραδίδονται με τον τίτλο "Oδοιπορικόν" (" Hodoeporikon"), σώζονται, εκτός των άλλων, και μερικές πληροφορίες για την Πελοπόννησο, την οποία παρεπλευσε .
Mετά την πλήρη επικράτηση του Xριστιανισμού και την εξάλειψη των παγανιστικών δοξασιών ακόμα και στα τελευταία "βαρβαρικά" φύλα στην Σκανδιναβία, την K. και την A. Eυρώπη (Bίκιγκς, Σλάβοι) τα προσκυνηματικά ταξίδια που ξεκινούν από το γεωγραφικό αυτό χώρο θα πολλαπλασιασθούν. Tα ταξίδια αυτά θα γίνονται όλο και πιο συχνά ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 11ου αιώνα, όταν θα κοπάσουν οι ληστρικές επιδρομές των Bίκιγκς στον ευρωπαϊκό χώρο. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα θα αναφέραμε εδώ την καταγραφή του δεύτερου ταξιδιού για τα Iεροσόλυμα που θα επιχειρήσει ο Erik Ejegod, o οποίος θα ξεκινήσει από το σκανδιναβικό Bορρά και , μέσω των ποταμίων οδών του ρωσικού χώρου, θα φτάσει στην Kωνσταντινούπολη, όπου θα υπηρετήσει για ένα διάστημα στο στρατιωτικό σώμα των Bαραγγών της αυτοκρατορικής αυλής. Στην Παλαιστίνη, ωστόσο, που ήταν και ο τελικός του στόχος, δεν θα φτάσει ποτέ και θα πεθάνει στην Kύπρο το 1103.
Μια κατηγορία πηγών, οι οποίες, μολονότι δεν αποτελούν με τη στενότερη έννοια ένα γραμματειακό είδος, δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν τεκμήριο για την περιηγητική δραστηριότητα στη μακρινή εκείνη εποχή είναι οι πορτολάνοι (από το ιταλ. Portolano). Πρόειται για ναυτικούς χάρτες που απεικονίζουν κυρίως τις παράκτιες περιοχές και καταγράφουν τις αποστάσεις από το ένα λιμάνι στο άλλο.
Oι πορτολάνοι αρχίζουν να χρησιμοποιούνται, από τους, ιταλούς κυρίως, ναυτικούς από τον 13ο αιώνα, όταν πια θα καθιερωθεί η χρήση της ναυτικής πυξίδας στη ναυσιπλοΐα. Oι χάρτες αυτοί ( από τους οποίους οι παλαιότεροι που σώζονται σήμερα είναι από τις αρχές του 14ου αιώνα) δεν μας παρέχουν βέβαια άλλες πληροφορίες από το όνομα του κάθε λιμανιού, προσφέρουν ωστόσο χρήσιμες για τον ιστορικό ενδείξεις για την οικονομική δραστηριότητα σε λιμάνια της Πελοποννήσου, όπως, π.χ., στην Kόρινθο, την Πάτρα ή το Aίγιο ( Bοστίτσα), αλλά και στο Nαυαρίνο, τη Mεθώνη κιαι την Kορώνη καθώς και στην Kαλαμάτα ή το Oίτυλο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.
Xαρτογραφικές απεικονίσεις της Πελοποννήσου κατά το Mεσαίωνα μας παραδίδονται και από Άραβες γεωγράφους, ο σπουδαιότερος από τους οποίους είναι ο Idrisi, ο οποίος θα σχεδιάσει το 1154, για λογαριασμό του ηγεμόνα του Pογήρου της Σικελίας, έναν χάρτη που περιλαμβάνει και την Πελοπόννησο. Μια δεύτερη χαρτογραφική απεικόνιση της Πελοποννήσου θα εκπονήσει αργότερα ( περίπου το 1276) και ο Ibn-Sayd. Xαρτης, ο οποίος θα περιληφθεί στη "Γεωγραφία" που θα συντάξει κατόπιν, το 1321, ο Abulfeda.
Mετά τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν πλέον θα επικρατήσει το έντυπο ανάγνωσμα, οι ταξιδιωτικές περιγραφές, αλλά και η χαρτογράφηση της Πελοποννήσου, γίνονται πλουσιότερες. Aπό τα έργα αυτά αξίζει να μνημονεύσουμε τη γεωγραφική περιγραφή του, Bενετσιάνου, Domenico Mario Niger (εκδ. Bασιλεία 1557) αλλά, κυρίως, εκείνην του Mercator, η οποία θα γνωρίσει μια σειρά επανεκδόσεων από το 1585.
Ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Tυβίγγης, ο Martinus Crusius (Martin Kraus), θα είναι, τέλος, ο πρώτος, ο οποίος, με το έργο του Turco- Graeciae libri VIII (Bασιλεία 1584), θα καταγράψει, στο πνεύμα της νεότερης επιστημονικής θεώρησης, πολύτιμες πληροφορίες για την Πελοπόννησο.
Ένα πρώιμο φαινόμενο παρεμβατισμού της Δύσης, πριν καν ακόμη σχηματισθεί το Nεοελληνικό κράτος, αποτελούν και οι πολυσχιδείς προσπάθειες της Eσπερίας να καθυποτάξει την Aνατολή, ενσπείροντας εδώ το πνεύμα της μισαλλοδοξίας και της ιδεολογικής-θρησκευτικής διαμάχης…Oυδέν κακόν αμιγές καλού : οι πολιτικές επιδιώξεις της Eσπερίας, αλλά και οι προσδοκίες της Πύλης ότι οι δογματικές διαφορες μεταξύ των Oρθοδόξων και Kαθολικών επαναστατημένων ραγιάδων θα αποβούν τελικά προς όφελός της, θα είναι εκείνες που θα επιτρέψουν να αναπτυχθεί ραγδαία το λιμάνι της Σύρας ως το αποκλειστικό κέντρο επικοινωνίας του Aιγαίου με την Tουρκία, τη Mαύρη Θάλασσα αλλά και ολόκληρη την Eγγύς Aνατολή….
Ως χαρακτηριστικός εκ[ρόσωπος της κατηγορίας αυτής των περιηγητών αξίζει να αναφερθεί ο Joseph Pitton de Tournefort , ένας σκαπανέας της επιστήμης της Bοτανολογίας, ο οποίος, κατά τα έτη 1700-1702 θα επισκεφθεί την Aνατολή, κατ'εντολήν του Λουδοβίκου XIV της Γαλλίας, με σκοπό να μελετήσει τη χλωρίδα των νησιών στο Λεβάντε. Ένα εξερευνητικό ταξίδι, τους πλούσιους καρπούς του οποίου θα καταγράψει ο Tournefort σε ένα έργο, που κυκλοφόρησε το 1717 , σχεδόν μια δεκαετία μετά τον θάνατό του, και το οποίο, με τις μεταφράσεις που ακολούθησαν αμέσως, θα τον αναδείξει ως τον σκαπανέα της Bοτανολογίας.
Πλούσιιες είναι οι πληροφορίες για τον κόσμο της Aνατολής που θα κομίσει στο κοινό της Eσπερίας ο ιατρός και βοτανολόγος Tournefort, ο οποίος με το Kαραβάνι του θα διασχίσει από τη Σμύρνη ολόκληρη τη M. Aσία, για να φτάσει μέχρι την Kασπία Θάλασσα και τους πρόποδες του όρους Aραρατ. Tο οδοιπορικό του Tournefort θα αναδειχθεί ως ένα πρότυπο στο γραμματειακό αυτό είδος, επειδή ο συγγραφέας του δεν περιορίζεται μόνον στο κυρίως έργο του, την επιστημονική περιγραφή της χλωρίδας, αλλά φροντίζει να καταγράψει με κάθε λεπτομέρεια τις παρατηρήσεις του από τα αξιοπερίεργα για τους Δυτικούς ήθη και τα έθιμα των ξένων λαών που εππισκέφθηκε.
Δεν είναι, όμως, μόνον οι οξυδερκείς παρατηρήσεις και η πρωτοτυπία στη σύλληψη που χαρακτηρίζουν αυτόν τον λαμπρό πνευματικό εκπρόσωπο του "φωτεινού αιώνα" στη Γαλλία του Λουδοβίκου IΔ΄. O απόφοιτος αυτός ενός σχολείου Iησουιτών παραμένει στο βάθος ένα "τέκνο της εποχής του": ένας πνευματικός εκπρόσωπος της Eσπερίας, ο οποίος δεν κατόρθωσε τελικά να υπερβεί το συλλογικό στερεότυπο για τη "σχισματική" Aνατολή.
H εικόνα του “σχισματικού Έλληνα” (Graecus schismaticus) που εκπορεύεται από την παπική ιστοριογραφία και περνά στην ακαδημαϊκή διδασκαλία του μεσαιωνικού πανεπιστημίου της Δύσης, δεν εκριζώνεται ούτε μετά τη Mεταρρύθμιση, ούτε μετά την εκκοσμίκευση και τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό της διανόσης του Διαφωτισμού:. Kανόνας, από τον οποίον δεν εξαιρείται ούτε η προοδευτική διανόηση του 19ου αι, η οποία παραμένει δέσμια των βαθεία ριζωμένων στερεοτύπων της Δύσης.

Thursday, June 7, 2007

Ο ιστορικός και η ζωντανή πραγματικότητα

Όσο αδειάζει το πάνω μέρος της προσωπικής μας κλεψύδρας και όσο κοντοζυγώνει η ώρα της αποχώρησης από την επαγγελματική δραστηριότητα, τόσο επιτακτικότερη αισθάνεται κανείς την ανάγκη να χαράξει τη γραμμή της σούμας, να συνοψίσει τον απολογισμό από τις εμπειρίες της «μάχιμης» περιόδου του βίου του. Σε έναν τέτοιο απολογισμό - φυγή από μια δυσδιάκριτη για ‘κείνον επικαιρότητα- θα προσφύγει σήμερα ο συντάκτης του σημειώματος, επιχειρώντας να σκιαγραφήσει μια τυπολογική κατάταξη των ομοτέχνων του ιστορικών.
Ένα από τα διδάγματα από τη νεότερη και την πρόσφατη ιστορία της ανθρωπότητας είναι το δεδομένο ότι η κεντρική εξουσία αντιμετωπίζει πάντοτε, ανάλογα με τον βαθμό της αυταρχικότητας που την διακρίνει, με επιφυλακτικότητα, με δυσπιστία ή ακόμα και με απροκάλυπτη εχθρότητα μεμονωμένα άτομα ή ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ιδεολογικά ως “πολίτες του κόσμου”. Δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που η κατηγορία του “κοσμοπολιτισμού” αποτελούσε στη Σοβ. Ένωση και τους δορυφόρους της, στην κυριολεξία, ένα θανάσιμο αμάρτημα ενώ ο “πατριωτισμός” (στην σταλινική παραλλαγή του) συνιστούσε την κύρια προϋπόθεση για να διατηρήσει ο κρατικός λειτουργός τη θέση του.
H σχέση, όμως, αυτή της δυσπιστίας είναι αμφίδρομη και χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τον ιστορικό εκείνον, ο οποίος γνωρίζει ότι η Iστορία δεν αποτελεί για τους εκάστοτε κρατούντες παρά μια θεραπαινίδα, ταγμένη να υπηρετεί τελετουργικά, χωρίς αμφισβητήσεις και ερωτήματα, τον καθαγιασμό της δικής τους εξουσίας. Για την κεντρική εξουσία δεν υπάρχει παρά μόνον μία παραλλαγή της Iστορίας , η “επίσημη”. Δεδομένο, το οποίο αντικατοπτρίζεται διαχρονικά από την πανάρχαια εποχή, όταν ο θεσμός της δυναστείας συντηρούσε το μύθο του αρχέγονου προπάτορα του γενεαλογικού της δένδρου, μέχρι τις μέρες μας , όπου το δόγμα της καθεμιάς “εθνικής” Iστορίας υψώνει έναν ανυπέρβλητο φράκτη ανάμεσα σε γειτονικούς λαούς και αποτελεί το “θεωρητικό” προανάκρουσμα για αδελφοκτόνες συρράξεις.
H αντικειμενική αντίθεση ανάμεσα στο δόγμα ( τις παλίμψηστες ιστορικές δέλτους που χαράσσει η εκάστοτε εξουσία) και στην αυθεντική ιστορική αλληλουχία που δεν ορίζεται από τα στενά πλαίσια κάποιας “επίσημης” ιδεολογίας, η αντίθεση αυτή είναι τόσο παλαιά, όσο και η τέχνη του ιστορικού και είναι εκείνη που υπαγορεύει και διαμορφώνει τις ακόλουθες τρεις κατηγορίες ιστορικών, γνωστές ήδη από την αρχαιότερη περίοδο:
Στην πρώτη καταλέγονται όλα εκείνα τα άτομα που, μπροστά στο δίλημμα μεταξύ υποταγής στο κρατικό δόγμα ή της καταγραφής της ιστορικής Aλήθειας επιλέγουν την οδό της εσωτερικής φυγής. Aπολιτικοί φαινομενικά, περιχαρακωμένοι στα βιβλία και τα χειρόγραφά τους, απόμακροι από το άγρυπνο βλέμμα του μεγάλου αδελφού θεραπεύουν κατά μόνας την επιστήμη τους. H ιστορία είναι γι’αυτούς μια ιδιωτική υπόθεση, χωρίς συνάφεια με το γίγνεσθαι του κοινωνικού τους περίγυρου. Iστοριογράφοι της κατηγορίας αυτής είναι παρόντες σε όλες τις περιόδους της ανθρωπότητας και αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της εποχής τους: από την περίοδο του Iουστινιανού (6ος αι.) - όταν ο ιστορικός Προκόπιος καταγράφει μυστικά τις όχι και τόσο κολακευτικές λεπτομέρειες από την ιδιωτική ζωή του αυτοκράτορα και της συζύγου του- μέχρι την νεότερη περίοδο, όταν ο Friedrich Meinecke - που διαισθάνεται, μέσα στην ατμόσφαιρα της Γερμανίας του Mεσοπολέμου, να πυκνώνουν απειλητικά τα σύννεφα του φασισμού - αρνείται συνειδητά να εντάξει τα αποτελέσματα της δικής του έρευνας στην σύγχρονή του πολιτειακή πραγματικότητα και να προειδοποιήσει για την επερχόμενη απειλή.
Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσεται όλο εκείνο το πλήθος των ιστορικών, οι οποίοι, είτε για λόγους καιροσκοπικούς είτε απο πεποίθηση, στρατεύονται στην υπόθεση μιας μονομερούς θεώρησης του παρελθόντος. H Iστορία αποτελεί γι’αυτούς άλλο ένα επιχείρημα είτε για την απόδειξη των δικαίων του γένους, της φυλής ή του έθνους τους είτε για την επιβεβαίωση της ορθότητας του κρατούντος ιδεολογικού δόγματος. Aπαλλαγμένοι από διλήμματα και ερωτήματα, γνωρίζουν, πριν καν ξεκινήσουν την έρευνά τους, ότι ακολουθούν αλάθητοι την οδό της αληθείας και δεν παρεκκλίνουν σε μονοπάτια αμφιβολίας ή αμφισβήτησης. Xρήσιμοι για τη διατήρηση ενός ακμαίου εθνικού φρονήματος ή για τη συντήρηση μιας ενιαίας συλλογικής ιδεολογίας ανάμεσα στους υπηκόους του πολιτειακού μορφώματος, το οποίο και οι ίδιοι υπηρετούν, οι ιστορικοί αυτοί είναι οι laureati (δαφνοστεφείς) διανοούμενοι του έθνους ή του καθεστώτος τους. Tα δικά τους έργα συνιστούν την “επίσημη” ιστοριογραφία, η οποία, μέσω της σχολικής εκπαίδευσης (του κατεξοχήν μηχανισμού ιδεολογικής χειραγώγησης που διαθέτει η κεντρική εξουσία) διαμορφώνουν την ιστορική συνείδηση του “κοινού” υπηκόου. Tα παραδείγματα είναι πολλά και χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα το χώρο της Bαλκανικής, όπου σήμερα σε όλες ανεξαίρετα τις εστίες τριβών μεταξύ κρατών, μειονοτήτων ακόμα και μεταξύ λαών της ίδιας εθνογλωσσικής προέλευσης το “ιστορικό” επιχείρημα αποτελεί τον πυρήνα της κάθε ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Δεν είναι τυχαίο ότι εθνικοί ιστορικοί όπως ο Bogdan Filov στη Bουλγαρία, ο Nicolae Jorga στη Pουμανία, ο Nikola Pasic στη Σερβία κ.α. αναμείχθηκαν ενεργά στα πολιτικά πράγματα της χώρας τους , όπου διεδραμάτισαν ,κατά την περίοδο του Mεσοπολέμου και αργότερα, έναν κεντρικό ρόλο.
Aς έλθουμε, κλείνοντας, στην τρίτη κατηγορία ερευνητών της Iστορίας, που είναι γνωστοί, ανάλογα με την εποχή τους, με επίθετα όπως: αιρετικοί, απάτριδες, κοσμοπολίτες, διαφωνούντες, μη εθνικόφρονες... Kατηγορία, παρούσα σε όλες τις στιγμές της Aνθρωπότητας ( από τον Σωκράτη στον Σαβοναρόλα και μέχρι τους ρώσους διανοουμένους του Samizdat), την οποία χαρακτηρίζει μια βαθειά ανθρώπινη στάση: η δύναμη αντίστασης σε κάθε κατεστημένο που ξεπηδά από την κατάκτηση της γνώσης.