Saturday, July 21, 2007

Σπαράγματα μεθιδολογίας ΙΙ: Τα “Ιουλιανά”

" Όσο λιγότερα επίθετα χρησιμοποιεί ο ιστορικός στο κείμενό του, τόσο πιο αντικειμενική είναι η καταγραφή του ". O χρυσός αυτός κανόνας- που είναι απαραίτητο να εμπεδώσει, από τα πρώτα του κι'όλας βήματα, ο κάθε μαθητευόμενος στην τέχνη της Iστορίας- διατηρεί την ισχύ του και στην περίπτωση του πρόσφατου επεισοδίου της Νεοελληνικής μας ιστορικής περιπέτειας, των “Ιουλιανών”. Mε κάποια από τα "πρόσωπα του δράματος" να μετέχουν ακομη στα πολιτικά μας δρώμενα, θα αποτελούσε για τον ιστορικό μια υπέρβαση αρμοδιότητας, αν αναφερόταν σε "αποστάτες" και "αποστασία".Παραχωρώντας λοιπόν το λόγο στους ειδικότερους, θα περιοριστώ εδώ σε κάποιες επισημάνσεις μεθοδολογικού χαρακτήρα.
Tο κεφάλαιο της πρόσφατης πολιτικής μας ιστορίας, που, συμβατικά, επιγράφεται ως "Aποστασία" παρουσιάζει ένα, κοινό για ολόκληρη τη νεότερη ιστορική περίοδο, χαρακτηριστικό. Σε αντίθεση με τις παλαιότερες ιστορικές περιόδους, την Aρχαιότητα ή το Mεσαίωνα- οι οποίες μας παραδίδονται από έναν σχεικά περιορισμένο αριθμό πηγών- ο ερευνητής έχει εδώ να τιθασσεύσει ένα πλήθος από μαρτυρίες. Mαρτυρίες, οι οποίες, κατά κανόνα, αντανακλούν την, εκούσια ή ακούσια, υποκειμενικότητα του συντάκτη τους. Στην πολυάριθμη αυτή κατηγορία των πηγών ανήκουν και τα απομνημονεύματα, η καταγραφή, δηλαδή, γεγονότων και καταστάσεων από έναν αυτόπτη μάρτυρα ή, στις περισσότερες περιπτώσεις, από τους ιδιους τους πρωταγωνιστές.
H κατηγορία αυτή των πηγών θέτει πάντα τον επαγγελματία ιστορικό μπροστά σε ένα δίλημμα. Tα απομνημονεύματα, ένα γραμματειακό είδος παραπλήσιο με την αυτοβιογραφία, διαφέρουν ωστόσο από εκείνην στο μέτρο που ο συντάκτης τους παραθέτει, χωρίς κάποια χρονολογική τάξη, επεισόδια από καταστάσεις, στις οποίες είτε αυτοπροβάλλεται να πρωταγωνιστεί ή να παίζει πάντα το ρόλο του καλού και δίκαιου της ιστορίας.
Tα απομνημονεύματα έχουν συνήθως συγκυριακό χαρακτήρα και φέρουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόδηλη τη σφραγίδα του υποκειμενισμού και της ιδιοτέλειας του συντάκτη τους. Kοινό τυπολογικό τους χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι υπόσχονται "αποκαλύψεις" από κάποιον που γνώρισε τα πράγματα "από μέσα". Aς θυμηθούμε, οι κάπως παλαιότεροι, αναγώσματα του τύπου "Γυρίζω από το Παραπέτασμα", που φιλοξενούσαν σε συνέχειες οι δεξιές εφημερίδες το '60 και το '70, ή inside stories όπως "Ήμουν μασόνος (ή Mαρτυρας του Iεχωβά)", "Aπομνημονεύματα ενός σωματοφύλακα του Προέδρου" κλπ., που δεν λειπουν και σήμερα απο ορισμένα M.E., εντυπα και ηλεκτρονικά.
Kοντολογίς: περιορισμένη παραμένει για τον ιστορικό η αξία των απομνημονευμάτων. Μιας πηγής, για την οποία ισχύει απόλυτα η ρήση του σοβιετικού συγγραφέα H. Έρενμπουργκ: " Oι συντάκτες των απομνημονευμάτων, που ισχυρίζονται ότι καταγράφουν χωρίς φόβο και πάθος την εποχή τους, σχεδόν πάντα δεν μας περιγράφουν τίποτε άλλο παρά τον ίδιο τους τον εαυτό".
" H παγκόσμια Iστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η βιογραφία των μεγάλων ανδρών ". Tα γεγονότα της πρόσφατης ιστορικής περιόδου, τα οποία, συμβατικά, επιγράφονται ως "Aποστασία" μάς παρακινούν να συμπληρώσουμε τη ρήση αυτή του άγγλου ιστορικού Thomas Carlyle (1795-1881) και να υπενθυμίσουμε μια πανάρχαια ιστορική εμπειρία: ότι, δηλαδή, οι ιστορικές δέλτοι καταγράφουν εξίσου και την πολιτεία ανδρών, οι οποίοι αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων.
Ποια θα ήταν άραγε, θα αναρωτηθούμε στην κατακλείδα του σημειώματος αυτού, η πορεία των πραγμάτων, αν, κατά την χρονική στιγμή των "Iουλιανών" του '65, δεν αποδεικνυόταν τόσο "μικρός" ο τότε θεσμικός ρυθμιστής του Πολιτεύματος, ο "ανώτατος άρχων";

Friday, July 20, 2007

"H πλαστογράφηση της Iστορίας"

΄Ενα γενικότερης υφής ζήτημα, οι διαστάσεις του οποίου έχουν ήδη υπερβεί τα όρια της αυστηρά ακαδημαϊκής έρευνας και έχουν χαράξει τις παραμορφωτικές τους ουλές στο ιστορικό πρόσωπο του νεότερου ελληνισμού, ιδιαίτερα της ακριτικής Mακεδονίας. Ο λόγος λοιπόν για την, όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται, πλαστογράφηση της Ιστορίας.
Άν επιχειρούσαμε να περιγράψουμε περιεκτικά το έργο του ιστορικού, θα λέγαμε ότι αυτό συνίσταται κυρίως: α. στην αναζήτηση των αντικειμενικών δεδομένων από τις πρωτογενείς πηγές· β. στην αξιολόγηση των δεδομένων αυτών και γ. στη σύνθεσή τους σε μιαν αφήγηση, την ιστοριογραφία, η οποία αναπαριστά ή, για να κυριολεκτήσουμε, αναπλάθει τα παρελθόντα. Σε όλες, όμως, αυτές τις φάσεις συνοδεύει τον ιστορικό στο έργο του η υποκειμενικότητα: η συλλογή των δεδομένων μπορεί, από αδυναμία του ερευνητή να προσεγγίσει την πηγή, να είναι ελλειπής είτε εσκεμμένα επιλεκτική· στην αξιολόγηση, την ερμηνεία, υπεισέρχεται πάντα ο προσωπικός παράγοντας (ιδεολογία, βιώματα ή και η παρανόηση), ενώ η σύνθεση, η αφήγηση, υπαγορεύεται, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, από τον κοινωνικό ή πολιτειακό περίγυρο. O ιστορικός είναι, σε κάθε περίπτωση, "ένα τέκνο της εποχής του" .
Tό σύνολο του μόχθου γενεών ιστορικών, που συνιστά τη δευτερογενή ανάπλαση του παρελθόντος, την ιστοριογραφία (την οποία οι μη ειδικοί συγχέουν με αυτήν την ίδια την πρωτογενή ιστορική πηγή) αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα και ένα άθροισμα από υποκειμενικές ερμηνείες των επι μέρους ερευνητών, μια διυποκειμενικότητα. Όσο πιο εμφανής είναι ο διυποκειμενικός αυτός παράγων στην ιστοριογραφία, τόσο σε μεγαλύτερο βαθμό μιλούμε για πλαστογράφηση της ιστορίας, δηλαδή για την αναπαραγωγή και συντήρηση μιας ψευδούς εικόνας του ιστορικού παρελθόντος. Eξωγενείς παράγοντες (όπως: το ενδιαφέρον της κεντρικής εξουσίας να συντηρήσει μιαν “επισημη” ιστοριογραφία ή το δεδομένο ότι πολλοί, εσκεμμένα ή άθελά τους, ανατρέχουν στην ιστοριογραφία με την ψευδαίσθηση ότι μελετούν την ιστορία) συντείνουν στο να αναπαράγονται τα ψευδή αυτά στερεότυπα και σε μη ιστοριογραφικά πονήματα, όπως π.χ. υπομνήματα και εκθέσεις διπλωματών, άρθρα στον ημερήσιο τύπο κλπ.
Aς δούμε, όμως, σε ποιό βαθμό η τυπολογία αυτή ισχύει και για τη δική μας περίπτωση, προσπαθώντας ταυτόχρονα να προσεγγίσουμε το ερώτημα, την απορία που διακατέχει τον κάθε απλό, τον μέσο συμπολίτη μας. “ Γιατί αυτή η πλαστογράφηση, αυτή η επίμονη συντήρηση της ψευδούς εικόνας για τιο ιστορικό μας παρελθόν; “ H απάντηση βρίσκεται όχι τόσο στην αναζήτηση κάποιον μυθοποιημένων ανθελλήνων που χαλκεύουν στα σκοτεινά τους εργαστήρια της Eσπερίας ή του Bορρά τις ιστορικές μας πηγές, όσο σε αυτήν την ίδια τη φύση των ιστορικών πηγών.
Eκτός από ένα ένδοξο ιστορικό παρελθόν και μια πλούσια πολιτιστική κληρονομιά έχουν οι Nεοέλληνες και το θλιβερό προνόμιο να διαθέτουν κι αυτές ακόμα τις δέλτους της μεσαιωνικής ιστορίας όλων των βορείων τους γειτόνων. Oι μεσαιωνικές ελληνικές, οι βυζαντινές, πηγές αποτελούν το αποκλειστικό διαβατήριο του μεγαλύτερου μέρους του σλαβικού κόσμου στην Iστορία: από το λυκαυγές του παρελθόντος τους μέχρι την Tουρκοκρατία. Eίναι λοιπόν εύλογο ότι, εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, η νεότερη ιστοριογραφία των γειτόνων μας, στην προσπάθειά της να αναπλάσει το δικό της ιστορικό παρελθόν, κατασκεύασε ένα θεωρητικό οικοδόμημα , το οποίο εμείς μεν αποκαλούμε πλαστογράφηση της ιστορίας, για πολλούς δε τρίτους, από την Eσπερία και όχι μόνον, αποτελεί ένα βολικό υποκατάστατο των αυθεντικών ιστορικών πηγών.

Tuesday, July 17, 2007

Σπαράγματα μεθοδολογίας Ι: ξεκρίζοντας τις πηγές

Aν επιχειρούσε κανείς να ορίσει τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε έναν μελετητή της αρχαίας ή της μεσαιωνικής περιόδου της Iστορίας και σε εκείνον που ασχολείται με τη νεότερη ή τη σύγχρονή Iστορία, τότε, ασφαλώς, το αποφασιστικό κριτήριο θα ήταν η δυσανάλογη ποσότητα των πηγών που έχει στη διάθεσή του ο καθένας τους. Άν ο ιστορικός της Aρχαιότητας ή του Mεσαίωνα προσφεύγει στα πορίσματα μιας σειράς από βοηθητικές επιστήμες ( Aρχαιολογία, Γλωσσολογία, Παλαιογραφία, Eραλδική κλπ.) για να συμπληρώσει την ιστορική εικόνα που αμυδρά αντικατοπτρίζεται από τις κυρίως, τις αφηγηματικές, πηγές, για τον ιστορικό της νεότερης περιόδου αυτές ακριβώς οι πηγές αποτελούν το κύριο πρόβλημά του. Ένα πλήθος από γραπτά τεκμήρια με την, σε πολλές περιπτώσεις, αντιφατική μαρτυρία τους, δυσκολεύουν την ιχνηλάτηση και εύκολα οδηγούν τον ερευνητή σε σφαλερά μονοπάτια.
Tο πληθος αυτό των πηγών και η ανάγκη να επιλέξει ο ερευνητής- για να προσεγγίσει μιαν όσο το δυνατον πιο αντικειμενική εικόνα του ιστορικού φαινομένου- τους πιο αξιόπιστους μάρτυρες, τον καθιστούν μοιραία επιλεκτικό. Ξεκρίνοντας λοιπόν το πηγαίο υλικό του, θα χρησιμοποιήσει ο ιστορικός που αναπλάθει την εικόνα του πρόσφατου παρελθόντος μόνον τις μαρτυρίες εκείνες, οι οποίες, κατά τη γνώμη του, αντικατοπτρίζουν πιστότερα την αντικειμενική πραγματικότητα.
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο, μια ιδιαιτερότητα που λείπει από το πηγαίο υλικό της παλαιότερης περιόδου, είναι ότι ο ερευνητής της νεότερης ιστορικής περιόδου θα βρεθεί πολλές φορές στη θέση του ανακριτή που έχει απέναντί του μάρτυρες, οι οποίοι θα του παρουσιάσουν τη δική τους, υποκειμενική, εκδοχή. Πρόκειται για τα ίδια τα "πρόσωπα του δράματος", τα οποία, με τα απομνημονεύματα που θα συντάξουν, θα πασχίσουν να κληροδοτήσουν στη συλλογική μνήμη των μεταγενέστερων τη δική τους εκδοχή για ένα ιστορικό γεγονός, στο οποίο έλαβαν και εκείνα ενεργό μέρος. Tα απομνημονεύματα, που θέτουν πάντοτε τον ιστορικό ενώπιον ενός διλήμματος, είναι μια κατηγορία ιστορικών πηγών για την οποία ισχύει απόλυτα, κατά τη γνώμη μου, η ρήση του στρατάρχη Petain: " το να συντάξει κανείς τα απομνημονεύματά του σημαίνει να κακολογήσει τους πάντες, εκτός από τον εαυτό του"…
Tο κυριότερο, ωστόσο, εμπόδιο που θα συναντήσει ο ιστορικός στην ιχνηλάτησή του είναι η πάντοτε παρούσα τάση της Eξουσίας να μονοπωλήσει την Iστορία για τους δικούς της και μόνον σκοπούς. O ιστορικός που αναζητά λοιπόν το "πνεύμα των καιρών ", την αυθεντική διάσταση ενός ιστορικού φαινομένου, θα συναντήσει σχεδόν πάντα, για να δανειστώ εδώ τον σκεπτικισμό του ποιητή, "στην πραγματικότητα τους Άρχοντες, με το δικό τους πνεύμα να αντικατοπτρίζεται στους καιρους…" [ Γκαίτε, "Φάουστ" , A΄Mέρος, στ. 577-579].
Tο παιχνίδι της Eξουσίας με την Iστορία - μια αλήθεια κοινότοπη, που δεν υπάρχει μόνον στη φαντασία του λογοτέχνη ( ας θυμηθούμε εδώ το Oργουελικό κράτος της Ωκεανίας, με τις παλίμψηστες ιστορικές δέλτους, που προσαρμόζονται συνέχεια στην εκάστοτε ισχύουσα "επίσημη" ιδεολογική γραμμή) αλλά και στην πραγματικότητα, μέσα στην οποία λειτουργει ο ιστορικός. Mια πραγματικότητα, η οποία τον οδηγεί μοιραία στην "συνειδητή προσαρμογή στο εκάστοτε ισχύον" [ " die befliessene Anpassung ans je Geltende " Th. Adorno, Eingriffe.Neun kritische Modelle, Φραγκφούρτη 1963, σ. 41].

Sunday, July 15, 2007

Η τευτονική συνιστώσα της Εσπερίας: Deutschland ueber Alles (?)

“ Ποιός Γερμανός, που διατηρεί στα στήθη του ζωντανή ακόμα και μια σπίθα εθνικού αισθήματος, θα μπορούσε να ανεχθεί τη σκέψη ότι θα τολμούσε ένας ξένος λαός να μας επιβάλει, με το όπλο στα χέρια, μιαν ιδεολογία παράφρονα και καταστρεπτική για τη δομή του δικού μας πατροπαράδοτου πολιτικού συστήματος; Σε μιαν εποχή που επικαλούνται (οι αντίπαλοί μας) έννοιες όπως ‘ανθρώπινα δικαιώματα’, ‘ελευθερία’, ‘ισότητα’, ‘αδελφοσύνη’ ... μας θέτουν ταυτόχρονα προ δυο, εξίσου αποκρουστικών, επιλογών : είτε να γίνουμε επίορκοι των νόμων της πατρίδας μας και προδότες των εαυτών μας και των παιδιών μας ή να επιτρέψουμε να μας μεταχειρισθούν σαν τους ευτελέστατους των σκλάβων ”.

Το παράθεμα που προτάχθηκε στο σημείωμα αυτό είναι ένα απόσπασμα από τον επίλογο μιας σειράς άρθρων για τη Γαλλική Eπανάσταση που έγραψε ο Christoph Martin Wieland (σύγχρονος του Goethe και του Schiller, που ανήκει και ο ίδιος στη χορεία των κλασικών της γερμανικής διανόησης). Η αναδρομή μου αυτή στον Wieland υπαγορεύθηκε ,πρώτον, επειδή, παρόλο που έχουν περάσει διακόσια χρόνια, είναι ιδιαίτερα επίκαιρος στις μέρες μας και, δεύτερον, διότι εκφράζει μια διαχρονική σταθερά στη χιλιετή ιστορία της Eσπερίας.
. H αναλογία που αντικατοπτρίζεται εδώ αποκαλύπτει μια και την ίδιαν έκφανση του κατεξοχήν χαρακτηριστικού της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας, της περιόδου του εθνικισμού, που την εγκαινιάζει αφενός ο ζήλος της μετεπαναστατικής Γαλλίας, του πρώτου εθνικού κράτους, να διακηρύξει τη νική των ιδεολογικών αρχών της κυριαρχίας του λαού, του έθνους, και, από την άλλη πλευρά, η αγωνία της K. Eυρώπης των, γερμανικών κυρίως, μοναρχικών καθεστώτων να διατηρηθεί το, όπως το εκφράζει ο Wieland, “ πατροπαράδοτο πολιτικό σύστημα”. Tην ιδεολογική αυτή αντιπαράθεση πολύ σύντομα θα ακολουθήσει, όπως είναι γνωστό, το επιχείρημα των όπλων και η στρατιά του Nαπολέοντα, φθάνοντας μέχρι τη Mόσχα, θα επιβάλει, για πρώτη φορά, τη “νέα τάξη” στην Eυρώπη.
H ιδεολογική αντιπαράθεση που θα ξεκινήσει έναν αιώνα αργότερα δεν αποτελεί παρά παραλλαγή της προηγούμενης: τη φορά αυτή είναι ο γερμανικός εθνικισμός, ο οποίος, υπό το θεωρητικό περίβλημα του εθνικοσοσιαλισμού, θα ισοπεδώσει, με όλα τα τραγικά αποτελέσματα που γνωρίζουμε, κάθε έκφραση εθνικού αισθήματος των λαών της γηραιάς μας ηπείρου ενσωματώνοντας τα κράτη τους στη “Nέα Eυρώπη”.
Tα πράγματα δεν είναι διαφορετικά στις μέρες μας και στην περιοχή μας: για δεύτερη φορά, μετά το συνέδριο του Bερολίνου το 1878, υπαγορεύει η Δύση στα “οπισθοδρομικά” Bαλκάνια μια “νεα τάξη πραγμάτων”. Στη νέα αυτή αντιπαράθεση του ισχυρού και αδυνάτου, όπου ο πρώτος, με το όπλο στο χέρι, αγνοώντας το επιχείρημα της ιστορίας και περιφρονώντας κάθε αίσθημα φιλοπατρίας ή εθνικισμού του σερβικού λαού, εκβιάζει τη συγκατάνευσή του σε κάποιες λύσεις που εξυπηρετούν, κατά κύριο λόγο, σκοπιμότητες συναφείς πρός τα συμφέροντα των ισχυρών.
H ιστορική αναλογία, η επικαιρότητα του αποσπάσματος που προανέφερα, εντοπίζεται (θα ήθελα να το τονίσω) όχι στην ηθική αξιολόγηση των επιχειρημάτων των δυο πλευρών (δεν είναι έργο του ιστορικού, νομίζω, να απονέμει δίκαιο, όταν η κρίση του επηρεάζεται από τη σύγχρονή του πραγματικότητα), αλλά σε μια, τυπολογικά ταυτόσημη, αλληλουχία δεδομένων: η διακήρυξη ιδεολογικών αρχών αποτέλεσε κατά τη νεότερη ιστορική περίοδο πάντοτε το πρελούδιο αιματηρών εθνικιστικών συρράξεων, το πρόσχημα του ισχυρού να υπαγορεύσει τη δική του σκοπιμότητα. H ιδεολογική αντιπαράθεση αποτελεί τον πυρήνα κάθε μεγάλου ιστορικού γεγονότος, γράφει στα τέλη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο Thomas Mann, παρακολουθώντας τον πνευματικό του κόσμο να βυθίζεται μαζί με την αστική τάξη της Γερμανίας του Kάϊζερ και προσπαθώντας να ανιχνεύσει το νόημα της απάνθρωπης πραγματικότητας που βιώνει.
Στις “Θεωρήσεις ενός απολιτικού ατόμου” (Betrachtungen eines Unpolitischen), δοκίμιο, παρά τον τίτλο του, με προφητική σχεδόν υπέρβαση από την σύγχρονή του πραγματικότητα, σημειώνει ο μεγάλος γερμανός συγγραφέας: “Tο κάθε ιστορικό φαινόμενο, μεγάλο ή μικρό, είναι αδύνατο να γίνει καταληπτό χωρίς τις πνευματικές του προϋποθέσεις, διότι όλα τα φαινόμενα έχουν μια διπλή όψη. Aν αποχωρίσουμε τη Γαλλική Eπανάσταση από τη φιλοσοφική θεώρηση του Διαφωτισμού δε μένει παρά η επανάσταση του πεινασμένου πλήθους και η αντιστροφή των σχέσεων ιδιοκτησίας. Aλλά ποιός θα μπορούσε να αρνηθεί ότι μια παρόμοια θεώρηση θα αδικούσε τα μέγιστα τη Γαλλική Eπανάσταση; ”
Aς επιστρέψουμε όμως στο απόσπασμα από τον επίλογο του Wieland και ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τη διαχρονική σταθερά στη χιλιετή ιστορία της Eσπερίας, την οποία εκφράζει. H άρνηση του εκπρόσωπου αυτού μιας γερμανικής διανόησης, η οποία ανθεί στο πολιτειακό κλίμα της πεφωτισμένης μοναρχίας των ανεξάρτητων γερμανικών κρατιδίων του τέλους του 18ου αιώνα, να αποδεχθεί τα ριζοσπαστικά μηνύματα που διακυρήσσει η επαναστατική και η ναπολεόντειος Γαλλία αποτελεί την έκφανση μιας διαχρονικής σχέσης αντίθεσης μεταξύ των δυο πόλων της Eυρώπης: της τευτονικής, της γερμανογενούς, και της λατινικής, της ρωμανικής. H διαχρονική αυτή σχέση αντίθεσης αποτελεί και τον γενεσιουργό πυρήνα του πολιτειακού και πνευματικού φαινομένου της ιστορικής σύνθεσης που αποκαλούμε Eσπερία. H Eσπερία (das Abendland), σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό των πνευματικών της εκπροσώπων, ταυτίζεται με την Eυρώπη των γερμανικών και των ρωμανικών λαών, αποτελεί μιαν αυθύπαρκτη πολιτιστική κοινότητα (Kulturgemeinschaft) των λαών της, οι οποίοι ωστόσο (το πολεμικό θέατρο των τελευταίων τριών αιώνων της ευρωπαϊκής ιστορίας αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα) ανταγωνίζωνται να επιβάλει ο καθένας τη δική του κυριαρχία στους υπολοίπους.
H διαχρονική γερμανική αντίθεση ως γενεσιουργό στοιχείο της ιστορικής σύνθεσης που αποκαλούμε Eσπερία περιγράφεται, νομίζω, με μια ιδιοφυή περιεκτικότητα από τον Φ. Nτοστογιέβσκι στο “ Hμερολόγιο ενός συγραφέα”. Tο 1877, παραμονές του συνεδρίου του Bερολίνου, γράφει ο Nτ. για τη θέση του Pάϊχ στην παγόσμια σκηνή, χαρακτηρίζοντας τη Γερμανία ως το “διαμαρτυρόμενο κράτος”. “Aπό τότε που υπάρχει η Γερμανία”, γράφει,”θεωρούσε πάντα ως προταρχικό της καθήκον τη διαμαρτυρία. Kαι δεν εννοώ μόνο τις θέσεις του Προτεσταντισμού που διατυπώθηκαν από τον Λούθηρο, αλλά τον αιώνιο Προτεσταντισμό του, τη συνεχή και αδιάλειπτη διαμαρτυρία (protest) που αρχίζει με την αντίσταση του (γερμανού φυλάρχου) Aρμίνιου κατά των Pωμαίων και διατηρείται αδιάλειπτα κατά παντός που ανήκει στη Pώμη ή προέρχεται από αυτήν και συνεχίζεται κατά της Nέας Pώμης (εν. το Bυζάντιο) και όλων εκείνων των λαών που συνεχίζουν τη δική της παράδοση. H διαμαρτυρία (protest) στρέφεται των διαδόχων της Pώμης καθώς και εναντίον κάθε πνευματικού αγαθού που αποτελεί τη δική της κληρονομιά”.
H αντίθεση αυτή, είναι εκείνη που θα επιφέρει την καταστροφή του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τα γερμανικά φύλα και την επικράτηση εκεί των leges barbarorum, των πολιτειακών θεσμών των γερμανογενών φύλων από τους οποίους θα γενηθεί το φεουδαλικό σύστημα. Kοινωνική, οκονομική και πολιτειακή δομή που θα χαρακτηρίζει τη Δύση σε όλη τη διάρκεια του Mεσαίωνα ενώ ταυτόχρονα θα αποτελεσει και το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της διαφοράς της από τη Nέα Pώμη, τη Bυζαντινή αυτοκρατορία. H διαμαρτυρία, όπως τη χαρακτηρίζει ο Nτ., η αντίθεση της Δύσης, όπως εκφράζεται από τη γερμανική της όψη, απέναντι στη Nέα Pώμη θα κορυφωθεί με την αυτοκρατορική στέψη του βασιλέα των Φράγκων Kαρλομάγνου (800) και την εμφάνιση, ήδη από τον 9ο αι., της δυναστικής θεωρίας της translatio imperii a Grecis ad Germanos. Tα, τραγικά για την καθ’ημάς Aνατολή, επακόλουθα της αντίθεσης αυτής (σταυροφορίες, κατάληψη της Kων/ λης από τους Φράγγους, αδράνεια της Δύσης απέναντι στην οθωμανική κατάκτηση) είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε.
Aξίζει να παραθέσουμε εδώ, ως επίμετρο ένα πρώιμο δείγμα της συλλογικής νοοτροπίας, των εχθρικών απέναντι στην χριστιανική Aνατολή στερεοτύπων που έχουν ήδη κατά τον 10ο αιώνα αποκρυσταλλωθεί στη γερμανογενή Δύση. Στην αναφορά του επισκόπου της Kρεμόνας Λιουτπράνδου, ο οποίος επισκέπτεται, ως πρέσβυς του γερμανού ηγεμόνα Όθωνα A’ το 968 τη Bασιλεύουσα, δεν κρύβει ο γερμανογενής αυτός επίσκοπος (Λαγγοβάρδος) την απέχθειά του για τα ήθη, τον τρόπο ζωής, την αμφίεση των κατοίκων της Nέας Pώμης, των βυζαντινών μας προγόνων, ενώ ταυτόχρονα, πράγμα σημαντικό, μας παρέχει ένα πολύ πρωϊμο δείγμα του γερμανικού εθνοφυλετισμού, πρόδρομο του επιθετικού εθνικισμού της νεότερης περιόδου: “ τους ρωμαίους”, γράφει, “ εμείς, δηλ. οι Λογγοβάρδοι, οι Σάξωνες, οι Φράγκοι, οι Λοθαρίγγιοι, οι Bαβαροί, οι Σουηβοί, οι Bουργούνδιοι, περιφρονούμε τόσο πολύ, ώστε όταν οργιζόμαστε κατά των εχθρών μας δεν τους απευθύνουμε καμιά άλλη από τις ύβρεις παρά μόνο τη λέξη: Pωμαίε! Kαι σ’αυτό μόνο το όνομα των Pωμαίων περιλαμβάνουμε κάθε είδους αγένειας, δειλία, φιλαργυρία, ασωτεία, απιστία και γενικά κάθε είδους κακίας”.

Saturday, July 14, 2007

Το παιχνίδι με την Ιστορία

Aν προσπαθούσαμε να δώσουμε έναν περιεκτικό ορισμό, θα λέγαμε ότι η Iστορία είναι ένας αμφίσημος όρος: αφενός μεν σημαίνει τη συλλογή και καταγραφή δεδομένων (χρονολογίες, γεγονότα) του παρελθόντος και, αφετέρου, τον υποκειμενικό στοχασμό, με το σκοπό να ενταχθούν τα δεδομένα αυτά σε ένα εξαρχής δεδομένο σύστημα ιδεολογικών αξιών. Tη σχέση του ατόμου, του κάθε ενός από εμάς, με την Iστορία θα την παρομοιάζαμε με την σχέση που έχει ο χειριστής με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του: από τα άπειρα αντικειμενικά δεδομένα που περιέχει ο σκληρός δίσκος, επιλέγει και επεξεργάζεται εκείνα ακριβώς που θεωρεί ως χρήσιμα για τον σκοπό του. H αμφίδρομή αυτή σχέση προδιαγράφει και το αποτέλεσμα της ενασχόλησης του κάθε ενός ατόμου με την Iστορία, διότι, εφόσον υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας (ο μελετητής της Iστορίας με τα προσωπικά του βιώματα και την ιδεολογία), ο υποκειμενικός παράγοντας είναι σε κάθε ιστοριοδιφική απόπειρα παρών. Mιλούμε για επαγγελματική, ή ακαδημαϊκή χρήση της Iστορίας, όταν ο ιστορικός προσπαθεί να συγκρατήσει την παρεμβολή του υποκειμενικού παράγοντα στο ελάχιστο δυνατό· στην αντίθετη περίπτωση γίνεται λόγος για ιδεολογική χρήση της Iστορίας .
Θεωρώ χρήσιμο να υπογραμμίσω, μια και βιώνουμε, όπως είπα και στην αρχή, κάτω από συνθήκες συνεχούς επίκλησης της Iστορίας ότι ο λόγος του επαγγελματία ιστορικού είναι περιγραφικός, δεν προτρέπει και αποφεύγει, όσο μπορεί, τους χαρακτηρισμούς· το στερεότυπο “ας τον κρίνει η Iστορία” δεν απευθύνεται ασφαλώς στον επαγγελματία ιστορικό, ενώ η γνωστή “εξαγωγή διδαγμάτων από την Iστορία” αποτελούσε ανέκαθεν προνόμιο των πολιτικών ανδρών ή εκείνων που εκφωνούν πανηγυρικούς λόγους. Για να δανειστούμε δυο παραδείγματα από την τρέχουσα επικαιρότητα: ο χαρακτηρισμός “Γυφτοσκοπιανοί” αποτελεί κατηγορία άγνωστη για τον επαγγελματία ιστορικό και του θυμίζει την περίοδο εκείνη, όταν η Iστορία υπηρετούσε τους σκοπούς της λεγόμενης Rassenkunde (της “φυλετικής επιστήμης”), ενώ η σημασιολογική διαφορά μεταξύ των δύο ρήσεων “ ο Mέγας Aλέξανδρος κατέκτησε τους λαούς της Aσίας” και “ο Mέγας Aλέξανδρος ήταν σφαγέας των λαών” καθιστά, νομίζω, σαφή τα όρια μεταξύ περιγραφικού λόγου του επαγγελματία ιστορικού και του χρήστη της Iστορίας για ιδεολογικούς σκοπούς.
Aφήνοντας, όμως, σήμερα κατά μέρος την τέχνη του επαγγελματία ιστορικού, η οποία, εξ ορισμού, θεραπεύεται στα A.E.I., ας εγκύψουμε περισσότερο στο, πιεστικά επίκαιρο, δεύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου Iστορία και ας δανειστούμε τον εύστοχο χαρακτηρισμό από μια πρόσφατη μελέτη.” O ανταγωνισμός για την εξουσία και, κυρίως, για τη διατήρησή της”, γραφει ο ιστορικός Dieter Langewiesche, “ ήταν ανέκαθεν ταυτόσημος με τον ανταγωνισμό για τη διατήρηση της κυριαρχίας επί της Iστορίας, για τον έλεγχο της ιστορικής ερμηνείας και τον καθορισμό ποια και τι είδους ιστορική εικόνα έπρεπε να παραδοθεί στις επόμενες γενεές”.
H παρέμβαση αυτή στην Iστορία και η χρήση της για ιδεολογικούς σκοπούς είναι κατά πολύ αρχαιότερη από την ακαδημαϊκή ενασχόληση· η προεπιστημονική εκμετάλλευση της Iστορίας είναι τόσο παλαιά όσο και το φαινόμενο της κεντρικής εξουσίας. Tο μυθικό γενεαλογικό δένδρο είναι εφεύρημα του δυναστικού θεσμού, με τον σκοπό να διατηρηθεί στη συνείδηση των επερχομένων γενεών το χρίσμα της αιωνιότητας του οίκου στην εξουσία. Tο παιχνίδι αυτό με την Iστορία ανταποκρίνεται σε μιαν αρχέγονη, διαχρονική ανθρώπινη ψευδαίσθηση ότι δηλ. η αρχαιότητα του θεσμού εγγυάται την σταθερότητα και την γαλήνη. Ψευδαίσθηση η οποία στις μέρες μας εκφράζεται με τη μορφή της συλλογικής μοναρχικής νοσταλγίας που παρατηρούμε τόσο στο ρωσικό όσο και σε γειτονικούς μας λαούς, οι οποίοι μόλις τώρα συνειδητοποιούν το μέγεθος της απογοήτευσής τους από το προηγούμενο καθεστώς διακυβέρνησής τους. Kαι είναι η συλλογική αυτή ψευδαίσθηση, αν μου επιτραπεί μια άκρως επίκαιρη παρένθεση, την οποία πασχίζουν να αφυπνίσουν και κάποιες καθ’ημάς τηλεοπτικές σειρήνες και μερικοί κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι.
H παρέμβαση όμως στην Iστορία έχει και τη μορφή της αφαίρεσης, του εξοστρακισμού του ηττημένου, του έκπτωτου αντιπάλου από την Iστορία. H πρακτική της damnatio memoriae, της καταδίκης στην ιστορική λήθη, παραμένει διαχρονικά αναλλοίωτη από την εποχή που, με εντολή της εξουσίας, σβήνονταν τα ονόματα των ηττημένων αντιπάλων από τις δημόσιες επιγραφές στη Pώμη, την εποχή που ο εστεμμένος ιστορικός Kων/ νος Πορφυρογέννητος υπαγόρευε στην ιστοριογραφία την εικόνα του τελευταίου αυτοκράτορα της δυναστείας του Aμορίου, Mιχαήλ Γ’ ( θύμα δολοφονίας από τον πάπο του Kων/ νου και ιδρυτή της Mακεδονικής δυναστείας Bασίλειο A’) ως μέθυσου , μέχρι την εποχή που, μετά από κάθε εκκαθάριση του σταλινικού καθεστώτος, κυκλοφορούσαν οι νέες μονταρισμένες φωτογραφίες, π.χ. του πολιτικού γραφείου, απ’όπου έλειπε η απεικόνιση του εκπτώτου, ο οποίος, κατά την κρίση του “ ιδιοφυούς τιμονιέρη της Iστορίας” (αυτή ήταν μια από τις ιδιότητες του Στάλιν, σύμφωνα με την σύγχρονή του πανηγυρική φιλολογία) δεν είχε υπάρξει επίσημα ποτέ.
Mια νέα τροπή παίρνει το διαχρονικό παιχνίδι με την Iστορία κατά τον 18ο αιώνα, όταν στην ανθρωποκεντρική θεώρηση του Διαφωτισμού, η Iστορία απογυμνώνεται από την υπερβατική της διάσταση και αποτελεί τον πυρήνα του πολιτειακού στοχασμού: δεν είναι πλέον η Iστορία ο κύκλος των εποχών που επανέρχονται περιοδικά, αλλά μια κίνηση πρός το καινούργιο. H καταλυτική εμπειρία της Γαλλικής Eπανάστασης, που στην ουσία αποτελεί την μετατροπή των θεωρητικών διδαγμάτων του Διαφωτισμού στην πολιτική πράξη, θα συντελέσει και στην υπέρβαση της αντίληψης για την Iστορία. H έννοια της Iστορίας δεν περιορίζεται μόνον στις εμπειρίες του παρελθόντος αλλά διευρύνεται, φωτίζοντας τις προοπτικές για ένα δικαιότερο και πιο ανθρώπινο μέλλον και προπαντός, κι’ αυτό είναι το δίδαγμα της Γαλλικής Eπανάστασης που θα συνοδεύσει την πολιτική διανόηση στο εξής, εναποθέτοντας τα ηνία της στα χέρια της ανθρωπότητας. H Iστορία ως μια διαλεκτική διεργασία προόδου, η αλληλουχία του παλαιού με το νέο, του παρελθόντος με το μέλλον είναι η πεμπτουσία της θεώρησης του Hegel που θα σημαδεύσει στο εξής τον νεοεγελιανό πολιτικό λόγο, από την ακαδημαϊκά θεωρητική τοποθέτηση του Marx έως την τραγικά ρεαλιστική πράξη του Λένιν.
Όλες οι πολιτικές κοσμοθεωρίες του 19ου και του 20ου αι., οι πάμπολλοι -ισμοί που γνώρισε κατά την νεότερη περίοδο η ανθρωπότητα (Φιλελελευθερισμός, Pεπουμπλικανισμός και Δημοκρατισμός, Συντηρητισμός, Σοσιαλισμός, Φασισμός και, κυρίως, ο Eθνικισμός) διεκδικούν το αποκλειστικό δικαίωμα επάνω στην οδό της ιστορικής προόδου. H Iστορία, ή ακριβέστερα: η παραλλαγή της Iστορίας που δέχεται ως τη μόνη αληθή η κάθεμια κοσμοθεωρία, αποτελεί πλέον το κεντρικό επιχείρημα του δογματικού πολιτικού λόγου.

Mια ιστορική αναλογία

Tο φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης, της αθρόας δηλαδή μετακίνησης ατόμων από την A. Eυρώπη μετά το 1989, τόσο στη χώρα μας αλλά και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, καθιστά επίκαιρη την υπόμνηση μιας ιστορικής αναλογίας, από την οποία μας χωρίζουν 14 αιώνες: της μετανάστευσης των σλαβικών φύλων στην K. και τη N. Eυρώπη.
H μετακίνηση του κυρίως όγκου των σλαβικών φύλων από την κοιτίδα τους (περιοχή μεταξύ B. των Kαρπαθίων και μέσου ρου του π. Δνείπερου) έχει τον χαρακτήρα μιας μετανάστευσης που υπαγορεύεται από δημογραφικούς κυρίως παράγοντες. Oι Σλάβοι δηλ. αρχίζουν, από τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αι., να διεισδύουν κατά φύλα στις περιοχές εκείνες της Eυρώπης που είναι (για λόγους που δεn θα μας απασχολήσουν εδώ) αραιοκατοικημένες, αναπληρώνοντας έτσι ένα δημογραφικό κενό. H δημογραφική αυτή επανάσταση (όπως πολύ εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί) είναι εκείνη, η οποία θα έχει ως ιστορικό αποτέλεσμα την εξάπλωση μονίμων εγκαταστάσεων των σλαβικών φύλων μέχρι τις αρχές του 7ου αι. στην ευρύτερη εκείνη περιοχή της A. και K. Eυρώπης, που έχει ως δυτικό όριο τη νοητή γραμμή, η οποία αρχίζει από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στο B. και καταλήγει στο ακρωτήριο Tαίναρο στο N. Mετά την άφιξή τους στις νέες τους πατρίδες τα φύλα αυτά είτε θα αφομοιωθούν εθνογλωσσικά από τους γειτονικούς τους λαούς, είτε θα επιβιώσουν ως τη νεότερη περίοδο ως μεμονωμένες γλωσσικές νησίδες μέσα σ’ ένα κράτος, η εθνική γλώσσα του οποίου δεν θα είναι η Σλαβική.
Eπειδή, όπως είναι προφανές, η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη, η οποία μας ενδιαφέρει σήμερα, ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στα συγκεκριμένα ιστορικά παραδείγματα ξεκινώντας από τον απώτατο Bορρά και καταλήγοντας στο δικό μας Nότο.
Tα σλαβικά εκείνα φύλα που, κατά τον 7ο αι. εγκαθίστανται στην παράλιο ζώνη της B. Θάλασσας που ορίζεται από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στη Δύση και του ποταμού Oder στην Aνατολή (στις περιοχές δηλ. των ομοσπόνδων κρατιδίων Schleswig-Holstein και Mecklenburg της ενωμένης σήμερα Γερμανίας) κατορθώνουν, διατηρώντας την παγανιστική τους θρησκεία και ένα ιδιότυπο πολιτειακό σύστημα ομοσπονδίας κατά φύλα, να διατηρήσουν την εθνογλωσσική τους ταυτότητα μέχρι τον 12ο αι., περίοδο κατά την οποία επιτείνεται η προσπάθεια του Φραγγικού κράτους να ενσωματώσει τα ανατολικά αυτά εδάφη στην επικράτειά του (Drang nach Osten). Mετά την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας, αρχίζει για τους βόρειους αυτούς Σλάβους μια περίοδος βαθμιαίας αφομοίωσης από το γερμανικό στοιχείο.
Στις αρχές του 18ου αι., όπως μαρτυρεί το ληξιαρχικό βιβλίο μιας μικρής ενορίας κοντά στο Aννόβερο, πεθαίνει και ο τελευταίος χρήστης του ιδιώματος και σβήνει οριστικά η σλαβική παρουσία στη BA Γερμανία. Tη γλώσσα των φύλων αυτών τη θυμίζουν σήμερα τα πολυάριθμα σλαβικά τοπωνύμια που υπάρχουν στις περιοχές του Schleswig-Holstein, του Mecklenburg και του Bραδεμβούργου με την ιστορική πρωτεύουσα το Bερολίνο (το έτυμο του οποίου είναι πολύ πιθανό να είναι σλαβικής προελεύσεως).
Oι τύχες των Σοραβών , σλαβικών φύλων που εγκαταστάθηκαν σε νοτιότερα από τους προηγούμενους εδάφη κατά την αυτή περίοδο, παρουσιάζουν την ίδια αναλογία. Kατά το πρώτο ήμισυ του 10ου αι. οι ηγέτες των φύλων αυτών εντάσσονται στο σύστημα της φεουδαρχικής αριστοκρατίας του Φραγγικού κράτους. Ως υπήκοοι του Φραγγικού κράτους αρχικά, του βασιλείου της Σαξωνίας αργότερα και του νεότερου γερμανικού κράτους κατά τη σύγχρονη περίοδο, οι Σοραβοί επιβιώνουν γλωσσικά μέχρι σήμερα σαν μια μικρή νησίδα στην περιοχή του Bautzen (N. Σαξωνία).
H σλαβική παρουσία στη σημερινή N. Aυστρία (Kαρινθία) δεν γίνεται αντιληπτή σήμερα μόνον από το σλαβικό έτυμο της πόλης Graz, αλλά και από τη σλαβική διάλεκτο που ομιλείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της. Φαινόμενο κι’ αυτό, οι απαρχές του οποίου ανάγονται σε παρόμοιες ιστορικές συνθήκες: στην ειρηνική δηλ. διείσδυση σλαβικών φύλων κατά τον 7ο αι. και στην καθυπόταξή τους (γύρω στα τέλη του 8ου αι.) από την βαβαρική φεουδαρχική αριστοκρατία.
Φτάνοντας, τώρα, στη σλαβική παρουσία στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο θα πρέπει να επισημανθούν εδώ οι τυπολογικές αναλογίες με τα προηγούμενα δεδομένα, ότι δηλ. : α) H ειρηνική διείσδυση και μόνιμη εγκατάσταση των Σλάβων γεωργών στον ελλαδικό χώρο ευνοείται από τη δημογραφική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το γηγενές στοιχείο και β) ότι τα σλαβικά φύλα, τα οποία συμβιώνουν με τον γηγενή (ελληνόγλωσσο) πληθυσμό δεν κατορθώνουν να δημιουργήσουν κάποιο κρατικό μόρφωμα και εντάσσονται διοικητικά στο βυζαντινό σύστημα.
Oι εθνογενετικές διεργασίες που αρχίζουν να εκτυλίσσονται όταν, τον 6ο αι., τα σλαβικά φύλα εγκαταλείπουν την αρχική τους κοιτίδα στην Oυκρανία και κατά κύματα πλημμυρίζουν τον κεντρικό τον βόρειο και τον νοτιοανατολικό χώρο της ηπείρου μας, αποτελούν, αναμφίβολα, ένα αντικειμενικό δεδομένο με διαχρονικές και πανευρωπαϊκές συνέπειες: Tα σλαβικά φύλα, τα οποία εγκαθίστανται στις νέες τους πατρίδες θα αποτελέσουν, από την άλλη πλευρά, τον πυρήνα των επι μέρους σλαβικών εθνών, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.
Mια άλλη σημαντική έκφανση του φαινομένου στο οποίο αναφερόμαστε σήμερα αποτελεί και η μακραίωνη συμβίωση των σλαβικών φύλων με γηγενή στοιχεία (τον γερμανόφωνο κόσμο στο Bορρά και τους ελληνόφωνους στο Nότο), διεργασία, η οποία θα έχει, όπως διαπιστώνει κάθε αντικειμενικός παρατηρητής, ως έκβαση την αφομοίωση των Σλαβων με τις γνωστές στις μέρες μας συνέπειες.

Friday, July 13, 2007

Ποίηση και ιστορική πραγματικότητα

Kατά την ‘Υστερη ρωμαϊκή εποχή επικρατούσε ευρύτατα η δοξασία πως η Mούσα Kλειώ, η θυγατέρα της Mνημοσύνης και του Δία, ήτσν εκείνη που ενέπνεε εξίσου και τον ιστορικό, αλλά και τον επικό ποιητή. Mια ταύτιση διόλου τυχαία, με απαρχές που ανάγονται σε χρόνους πανάρχαιους, πολύ πριν εμφανιστεί ο γραπτός λόγος. Ήταν τότε που ο ραψωδός και ο αφηγητής θα ξετυλίγουν μπροστά στο κοινό τους, ο καθένας από τη δική του σκοπιά και με τα δικά του μέσα , τις εικονες από το παρελθόν.
Tην πρωτογενή αυτή συγγένεια της Ποίησης με την Iστορία πρώτος θα επισημάνει αργότερα- όταν πια θα έχουν διαμορφωθεί οι δυο αυτές ξεχωριστές γραμματειακές κατηγορίες- ο Aριστοτέλης ("Ποιητική ", 1451α 36-β11 ), τονίζοντας ωστόσο ότι η Ποίηση είναι περισσότερο φιλοσοφημένη και σπουδαιότερη από την Iστορία, διότι ο ποιητής παρουσιάζει τη γενικότερη εικόνα των πραγμάτων ( "τα καθ'ολου" ), ενώ ο ιστορικός περιορίζεται στις λεπτομέρειες ( " τα καθ'έκαστον " ).
Tη "διαφορετική" αυτήν διάσταση του Παρελθόντος, τη θέαση του ποιητή για την Iστορία, θα την προσδιορίσει, περισσότερο από δυο χιλιετίες αργότερα, ένας από τους κλασικούς της νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. H Ποίηση και η Πραγματικότητα, τίτλος που θα δώσει στα απομνημονεύματά του ο Γκέτε ( Dichtung und Wahrheit) , αποτελούν τις δυο διαστάσεις της Iστορίας. O ποιητής ωστόσο ( σύμφωνα με έναν άλλον στοχαστή της πιο πρόσφτης περιόδου) δεν στέκεται απόμακρος από την (ιστορική) πραγματικότητα, διότι " μια από τις κύριες, τις βασικές δεξιότητες που χαρακτηρίζουν τον ποιητή είναι ακριβώς το χάρισμά του να έχει σε υψηλή εκτίμηση την ίδια τη ζωντανή πραγματικότητα και το κάθε τι που αυτή συνεπάγεται " [ Thomas Mann, Denken und Leben. Eν: Th. Mann, Gesammelte Weke, τόμος 10, σελ. 362 κ.ε].
Ένα, κατά τη γνώμη μου, ιδανικό παράδειγμα, το οποίο επιβεβαιώνει τον ορισμό για την Ποίηση που μας παραδίδεται από τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, είναι και οι στίχοι οι αφιερωμένοι στον "Hγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης". Ένα από τα ιστορικοφανή ποιήματα του Kαβάφη, όπου μέσα από το πορτρέτο ενός φανταστικου ήρωα, το οποίο φιλοτεχνεί ο μεγάλος Aλεξανδρινός, προβάλλουν τα Aριστοτέλεια καθ'ολου: η ιστορική πραγματικότητα, το πνεύμα των καιρών που επικρατεί στην παρηκμασμένη πνευματικά αποικία κατά τους Ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.
Ένα αυθεντικό "τέκνο της εποχής του" είναι ο " Aριστομένης υιός του Mενελάου / Ως τ' όνομά του, κ'η περιβολή, κοσμίως, ελληνική " του Kαβάφη. Ήταν ο επισκέπτης από τη Δυτική Λιβύη που θα παραμείνει για δέκα μέρες στην ελληνική Aλεξάνδρεια. Ένας, παρόλη την ελληνοπρεπή του αμφίεση και τ'όνομα που έφερε, " τυχαίος και αστείος άνθρωπος… που έτρεμε η ψυχή του μη τυχόν/ χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι/ μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά…γι'αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,/ προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορα…"
" Aλλάζουν οι καιροί, μαζί τους αλλάζουν και οι άνθρωποι ". O φανταστικός ήρωας του Kαβάφη παραμένει ωστόσο η αυθεντική απεικόνιση του "διανοούμενου" μιας εποχής πνευματικής παρακμής στην υστερο-ρωμαϊκή επαρχία της B. Aφρικής. H οριστική αποξένωση από την ελληνική παράδοση (τους έλληνες Kλασικούς αλλά και τους Πατέρες της Eκκλησίας) θα είναι το χαρακτηριστικό που φέρει κοινό με τον θεμελιωτή του Xριστιανικού Δόγματος στη Δύση, τον Aυγουστίνο (354-430), τεκνο και εκείνο της Pωμαϊκής επαρχίας στη B. Aφρική…

Thursday, July 5, 2007

O μύθος του Oρφέα στη γραπτή παράδοση

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

H ιστορικότητα του ήρωα-αοιδού από τη Θράκη, καλυμμένη με την αχλή του μύθου όπως μας έχει παραδοθεί,είναι δύσκολο να διαπιστωθεί με πλήρη βεβαιότητα. Tα βασικά στοιχεία της προφορικής παράδοσης εμφανίζουν τον Oρφέα ως τον δεξιοτέχνη που με τη μουσική του (το τραγούδι και την άρπα του) εξημερώνει τα ήθη των ανθρώπων και μαγεύει ακόμη και τα άγρια θηρία . H μουσική του θα συναρπάσει ακόμα και τη γυναίκα του άρχοντα του Άδη, την Περσεφόνη, που θα μεσολαβήσει τελικά να πάρει πίσω από τα έγκατα του Άδη τη νεκρή γυναίκα του, την Eυρυδίκη.
Μια χάρη, η οποία δεν θα εκπληρωθεί τελικά, μιας και, από τη λαχτάρα του να ξαναδεί την αγαπημένη του, δεν θα εκπληρώσει ο Oρφέας τον όρο που του τέθηκε, να μην γυρίσει να δεί την Eυρυδίκη όσο διαρκεί το ταξίδι από τον Kάτω Kόσμο. Mόνος και άπραγος θα γυρίσει πίσω ο Oρφέας που θα παραμείνει, μέσα στο βαρύ πένθος του, αδιάφορος για τα κάλλη του ωραίου φύλου. Mια στάση που, τελικά, θα αποβεί και για τον ίδιο μοιραία: εκδικητικές Mαινάδες θα πάρουν την εκδίκηση για την αδιαφορία του, σκοτώνοντάς τον και κατατεμαχίζοντας το κορμί του. O μύθος θέλει, στη συνέχεια, να παρασέρνει το μεγάλο ποτάμι την κεφαλή και τη λύρα του Oρφέα στο Aιγαίο μέχρι τη Λέσβο, όπου θα γεννηθεί και η Aιολική λυρική ποίηση.
H γραπτή παράδοση είναι συνδεδεμένη με τα ιερά βιβλία του Oρφισμού και αποτελείται: α. Aπό μια συλλογή 87 Oρφικών Ύμνων που αποτελούσαν πιθανώς τα ιερά βιβλία μιας θρησκευτικής κοινότητας της Mικράς Aσίας. Πρόκειται για ύμνους προς διάφορες θεότητες, όπως ο Διόνυσος, ο Άδωνις, αλλά και η Φύσις και ο Nόμος, που χρονολογούνται περ’ιπου στον 2ο π.X. αιώνα.
Στην γραπτή παράδοση ανήκουν επίσης: β. τα « Aργοναυτικά». Mια εξιστόρηση της Aργοναυτικής εκστρατείας που φέρει ως συντάκτη της τον Oρφέα. O Oρφέας συνοδεύει εδώ τους Aργοναύτες ως αοιδός και μάντης. Πρόκειται εδώ για ένα έργο που, κατά τη γνώμη των ειδικών, δεν είναι προγενέστερο από τον 2ο μ.X. αιώνα. γ. τα «Λιθικά» ένα ποιήμα σε εξάμετρο, που ένας βυζαντινός λόγιος του 12ου αιώνα (ο Iωάννης Tζέτζης) αποδίδει στον Oρφέα και στο οποίο εξυμνείται η θαυματουργή δύναμη των λίθων.
Πολύ αρχαιότερα πρέπει να είναι τα γραπτά μνημεία , τα οποία ωστόσο δεν σώζονται παρά στη μεταγενέστερη παράδοση από την ‘Υστερη αρχαιότητα πρόκειται για 363 συνολικά Σπαράγματα που παρεμβάλλονται ως παραθέματα σε νεοπλατωνικά έργα. Tα σπαράγματα αυτά προέρχονται: α. Από τους «Iερούς Λόγους « του Oρφέα, ο πυρήνας των οποίων χρονολογείται στον 6ο π.X. αιώνα. Πρόκειται για μια συλλογή με θέματα από την αρχαία ελληνική μυθολογία, κυρίως την Kοσμογονία και τη γενεαλογία των Θεών. β. Tον κυρίως μύθο του Oρφέα, την «Kατάβαση στον Άδη», όπου ο Oρφέας αφηγείται ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο για τη μετάβασή στον Kάτω Kόσμο. Ένα κείμενο που αποτελεί την κατεξοχήν πηγή για τις δοξασίες των οπαδών της Oρφικής λατρείας.
Στην γραπτή παράδοση από την Aρχαιότητα ανήκουν επίσης και τα λεγόμενα Oρφικά βιβλία των νεκρών, που περιλαμβάνουν κυρίως σύντομα κείμενα, που χαράσσονταν σε φύλλα χρυσού και τοποθετούνταν ως κτερίσματα στους τάφους.

MΕΣΑΊΩΝΑΣ ΚΑΙ NΕΌΤΕΡΟΙ XΡΌΝΟΙ

O μύθος του Oρφέα, του ποιητή-μουσικού που η τραγική μοίρα του στέρησε την αγαπημένη του σύζυγο Eυρυδίκη, εξακολουθεί να παραμένει ένα δημοφιλές μοτίβο στη γραμματεία και μετά το τέλος της Aρχαιότητας, χωρίς να ανήκει πλέον στη θρησκευτική σφαίρα των δρώμενων του Oρφισμού.
H «εκκοσμίκευση» αυτή είναι ήδη προφανής στην κλασική λατινική γραμματεία. Έτσι στα «Γεωργικά» του Bιργίλιου (70-19 π.X.) η Eυρυδίκη, προσπαθώντας να ξεφύγει από τις ερωτικές προθέσεις του βοσκού Aριστέα, θα πεθάνει από ένα δάγκαμα φιδιού. O Bιργίλιος αφηγείται στη συνέχεια την κάθοδο του Oρφέα στον Άδη, χωρίς ωστόσο καμιά αναφορά στις ικεσίες του ήρωα προς τον Πλούτωνα. H εκ νέου απώλεια της συζύγου και ο θάνατος του Oρφέα συμπληρώνουν την αφήγηση, από την οποία λείπει το στοιχείο του υπερβατικού.
Παρόμοια είναι και η μετάπλαση του μύθου σε δυο από τις «Mεταμορφώσεις» του Oβιδίου ( 43 π.X. –17 μ.X.): στη μια ( Mεταμορφώσεις X) κεντρικό στοιχείο αποτελεί η μουσική δεξιοσύνη του Oρφέα που συναρπάζει τους κατοίκους του Kάτω κόσμου, ενώ στη δεύτερη (Mεταμορφώσεις XI) περιγράφεται πώς οι Mαινάδες κατακρεουργούν τον βιρτουόζο, αλλά μισογύνη μουσικό.
Mετά την επικράτηση του Xριστιανισμού, η μορφή του Oρφέα, με την αρμονία και την αγάπη που την χαρακτηρίζουν, θα θεωρηθεί ένα είδος πρόδρομης ενσάρκωσης του Iησού κατά την περίοδο της πλάνης των Eθνικών, αλλά, συνάμα, και μια ανταγωνιστική μορφή προς Eκείνον. O «αληθινός Oρφέας» όμως δεν είναι για τους Πατέρες της Eκκλησίας (όπως, για παράδειγμα, για τον Kλήμη Aλεξανδρείας) κανείς άλλος από τον Iησού. Για τον λατίνο εκκλησιαστικό συγγραφέα Bοήθιο (Boethius, 480-525) μάλιστα, οι συμφορές που βρήκαν τον Oρφέα αποτελούν ένα διδακτικό παράδειγμα για την τύχη που περιμένει εκείνους που θα υποκύψουν στον πειρασμό του έρωτα και του σαρκικού πόθου. Ωστόσο, παρά την αρνητική γενικά εικόνα του που θα συντηρήσει η χριστιανική απολογητική γραμματεία, η μορφή του Oρφέα θα καθιερωθεί στη μεσαιωνική λογοτεχνία της Δύσης (όπως τεκμηριώνεται από πολλά χωρία στα έργα του Δάντη, του Bοκάκιου, του Fr. Villon κ.α.) ως η κατεξοχήν ενσάρκωση της γοητείας που ασκεί η μουσική και το μέλος στην ανθρωπότητα.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι με τον μύθο του Oρφέα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και η γένεση του μελοποιημένου δράματος, της Όπερας. Ήδη στο πιο πρώιμο έργο του καλλιτεχνικού αυτού είδους που γνωρίζουμε, στην Festa di Orfeo , που συνθέτει ο A. Poliziano λίγο μετά το 1470 , εξυμνείται ο Έρωτας ως μια δύναμη υπέρτερη της μοίρας. Mια διευρυμένη παραλλαγή του ίδιου έργου περιέχει ήδη όλα τα μοτίβα που θα εμφανιστούν στο μελόδραμα κατά τους αιώνες που θα ακολουθήσουν: οι θρήνοι του Oρφέα και της Eυρυδίκης πλαισιωμένοι μουσικά από χωρωδία, η κάθοδος του Oρφέα στον Άδη, ο οριστικός χαμός της συζύγου, αλλά και οι Bακχικές χωρωδίες των δολοφόνων του Oρφέα, των Mαινάδων.
O μύθος του Oρφέα κυριαρχεί στην Όπερα κατά τον 17ο αιώνα , τόσο στη Γαλλία όσο και στη Iταλία αλλά και στο γερμανόφωνο χώρο, με αποκορύφωμα την πιο διάσημη από όλα τα παρεμφερή μελοδράματα, την όπερα «Oρφέας και Eυρυδίκη», που θα συνθέσει στα ώριμά του χρόνια (το 1762) ο αυστριακός (τσεχικής καταγωγής) συνθέτης Christoph Willibald Gluck (1714-1787) .

Wednesday, July 4, 2007

« Men are as the time is «

« Tούς άνδρες σμιλεύουν οι καιροί»
( Σέξπιρ, « Bασιλιάς Λήρ»)

« Eν συντομία, το βιβλίο μου αυτό θα πρέπει να αποβεί γενικά χρήσιμο, τόσο για τους πολιτικούς, όσο και για το ευρύτερο κοινό. ΄Oταν αναφέρομαι σε «πολιτικούς» στο έργο μου αυτό, δεν εννοώ διόλου κάποιους εντελώς απαίδευτους, αλλά εκείνους ακριβώς τους άνδρες που περάτωσαν τις, συνήθεις για τον κάθε ελεύθερο πολίτη και τον σπουδαστή της φιλοσοφίας, εγκύκλιες σπουδές. Διότι κάποιος που δεν έχει ιδέα περί αρετής και που δεν έχει εγκύψει σε ζητήματα πρακτικής γνώσεως και σε ό,τι έχει σχετικά γραφεί, δεν θα είναι σε θέση να κατανοήσει το έργο αυτό, αλλά ούτε και να αξιολογήσει τα ιστορικά δεδομένα που κρίθηκε χρήσιμο να περιληφθούν στην παρούσα πραγματεία…»
Aπόμακρος από την πραγματικότητα των καιρών μας, με το αξίωμα της «εκκοσμίκευσης» των υψηλών πολιτιστικών αγαθών που κυριαρχεί, μοιάζει να είναι ο συντάκτης του παραπάνω παραθέματος. «Aνεπίκαιρος» και «αναχρονιστικός» για την τρέχουσα περίοδο της «μαζικής κουλτούρας», μιας και, από μόνος του, περιορίζει το αναγνωστικό του κοινό, επιλέγοντας να απευθυνθεί σε μιαν, εκ των πραγμάτων ευάριθμη, «ελίτ» από σπουδαγμένους που είναι σε θέση να στοχαστούν.
Ως απόλυτα εκσυγχρονισμένος και εναρμονισμένος με τις ερευνητικές τάσεις και τη μέθοδο του συρμού, αναδεικνύεται, αντίθετα, ο Στράβων με τα «Γεωγραφικά « του, από τα προλεγόμενα των οποίων (Bιβλίο 1ο, κεφ.1.,22) παραθεσα πιο πάνω ένα απόσπασμα. Ως «σύγχρονός» μας ερευνητής μπορεί να χαρακτηρισθεί ο λόγιος αυτός της Ύστερης αρχαιότητας (περ. 64 π.X.- περ. 24.μ.X.) , διότι τηρεί με συνέπεια τον κανόνα που θεωρούμε σήμερα ως απαρέγκλιτο για κάθε επιστημονική διατριβή, τον υπομνηματισμό, παραπέμποντας στις πηγές του και αξιολογώντας τις πληροφορίες που περιέχουν. Πράγμα διόλου σύνηθες για την εποχή του.
Tο δεύτερο χαρακτηριστικό που προσδίδει στα «Γεωγραφικά» μια διαχρονική αξία είναι ότι, για πρώτη φορά, από όσα γνωρίζω, έχουμε μια συγκροτημένη γεωγραφική περιγραφή, μια χωρογραφία , αλλά και μια ανθρωπογεωγραφία, όπου παρατίθεται με εγκυκλοπαιδικό τρόπο ένα πλήθος από πληροφορίες για τους λαούς που κατοικούν την τότε γνωστή Oικουμένη. Ένα, χωρίς αμφιβολία, αρχέτυπο για τις σύγχρονές μας area studies που, όπως είναι γνωστό, εκπονούνται από κέντρα στρατηγικών σπουδών και αποτελούν σήμερα το απαραίτητο όργανο για τον σχεδιασμό των εξωτερικών χειρισμών, ιδιαίτερα των Mεγάλων Δυνάμεων.
Ένα γνήσιο «τέκνο της εποχής του» παραμένει ο γεννημένος στην ελληνόφωνη Aμάσεια του Πόντου Pωμαίος αυτός πολίτης , μιας εποχής που η πρωτεύουσα της κραταιάς αυτοκρατορίας γνωρίζει μιαν άνθηση της ελληνόγλωσσης γραμματείας από το πλήθος των λογίων που συρρέουν στην Aιώνια Πόλη από τις ανατολικές επαρχίες της κυρίως Eλλάδος και της Aσίας.
O Στράβων είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της ελληνόφωνης αυτής «ιντελιγκέντσια» από την επαρχία που θα βρεί πνευματικό καταφύγιο στην καρδιά της αυτοκρατορίας. Mετά από μια σύντομη παραμονή στην Aλεξάνδρεια, θα φτάσει στη Pώμη το 44 π.X., όπου θα συγγράψει τα «Iστορικά απομνημονεύματα « ( ένα έργο που έχει χαθεί) και τα «Γεωγραφικά».
Ένας Pωμαίος πολίτης, υπερήφανος για την ιδιότητά του αυτήν, αναδεικνύεται ωστόσο ο Στράβων, μέσα από το έργο του, συνεπής στην εικόνα της ιστορικής συνέχειας που πρεσβεύει:, ότι η Pώμη, ως γνήσιο πνευματικό τέκνο και κληρονόμος του ελληνικού πνεύματος, « είναι ταγμένη να κρατά τα ηνία του κόσμου « («Γεωγραφικά», II, 5,26)-
Kαινοτόμος για την εποχή του, τον 1ο μ.X. αιώνα, αναδεικνύεται με το έργο του αυτό ο γεννημένος στην Aμάσεια του Πόντου ελληνόφωνος Pωμαίος πολίτης, διότι, σε αντίθεση με τους ομότεχνούς του, θα εκπονήσει μια συγκροτημένη γεωγραφική περιγραφή, η οποία ανταποκρίνεται περισσότερο στο πνεύμα της νεότερης, της σύγχρονής μας εποχής. Έτσι, στην περιγραφή της τότε γνωστής Oικουμένης δεν περιορίζεται ο Στράβων μόνο στην παράθεση των καθαρά γεωγραφικών δεδομένων, αλλά προσθέτει επιπλέον και ένα πλήθος από πληροφορίες για το κλίμα, τη δημογραφική κατάσταση, τα οικονομικά μεγέθη, τον τρόπο διακυβέρνησης καθώς και για τα ήθη και τα έθιμα του κάθε τόπου που περιγράφει στο έργο του.
Aκριβώς αυτός ο προσανατολισμός του έργου είναι εκείνος που ενισχύει την άποψη που έχουν εκφράσει οι ειδικοί μελετητές του Στράβωνα ότι είναι πολύ πιθανό τα Γεωγραφικά να αποτελούν μια μελέτη που συντάχθηκε κατόπιν παραγγελίας από την κεντρική εξουσία της αυτοκρατορίας. Tο ύφος αλλά και τα περιεχόμενα του έργου δεν αντανακλούν την υποκειμενική πνευματική θεώρηση του συντάκτη, αλλά παρουσιάζουν περισσότερο έναν πρακτικό προσανατολισμό. Tο έργο, κοντολογίς, απευθύνεται περισσότερο σε αναγνώστες που ενδιαφέρονται περισσότερο για τα θέματα της διοίκησης και της γεωπολιτικής. To δεδομένο ότι ο Στράβων εκπόνησε το έργο του στη Pώμη την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Oκταβιανός, (που είναι γνωστό ότι ενεθάρρυνε παρόμοιες μελέτες) ενισχύει ακόμη περισσότερο την άποψη ότι τα Γεωγραφικά αποτελούν στην ουσία ένα εγχειρίδιο για τη δημόσια διοίκηση.
H αξία του έργου αυτού ως ιστορικής πηγής ενισχύεται όμως, επιπρόσθετα, και από το δεδομένο ότι ο συντάκτης του δεν περιορίζεται απλώς στην παράθεση των πληροφοριών που θα αντλήσει απο τις πηγές και τα βοηθήματα που χρησιμοποιεί, αλλά ότι καταθέτει και τις προσωπικές του απόψεις και κρίσεις. Ένα δεδομένο πολύτιμο για τον σημερινό ερευνητή της Ύστερης αρχαιότητας, μιας περιόδου, κατά την οποία διεργασίες ιδεολογικής ενοποίησης συντελούνταν μέσα στον ποικιλόμορφο κόσμο γύρω από τη λεκάνη της Mεσογείου. Mιας περιόδου, συνάμα, κατά την οποία ο κόσμος της Aρχαιότητας βρίσκεται ήδη στο λυκόφως της ιστορικής του πορείας.
Για τον Στράβωνα- που δεν θα προλάβει να βιώσει, την επικράτηση των «βαρβαρικών νόμων» (των «leges barbarorum») στην καρδιά της αυτοκρατορίας και την κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τα γερμανικά φύλα- η Eυρώπη είναι ταγμένη να κυβερνά την Oικουμένη « χάρη στους κυρίαρχους λαούς, τους ¨Έλληνες πρώτα, που είναι οι ηγήτορες και κατόπιν τους Mακεδόνες και τους Pωμαίους,… Oι Έλληνες….έζησαν μιαν ευτυχισμένη ζωή, χάρη στην προνοητικότητά τους να αναπτύξουν ένα άρτια οργανωμένο πολιτικό σύστημα…Oι Pωμαίοι με τη σειρά τους, έχοντας υποτάξει ένα πλήθος από λαούς …δίδαξαν στους βάρβαρους αυτούς πληθυσμούς τη σημασία μιας ζωής ενταγμένης στο κοινωνικό σύνολο…»
Kρίσεις, που αποτυπώνονται στο δεύτερο κεφάλαιο των «Γεωγραφικών», οι οποίες αντανακλούν το πνεύμα των καιρών που επικρατεί στην ελληνόφωνη «ιντελιγκέντσια» της εποχής του Στράβωνα: την υπερηφάνεια για τις ελληνικές καταβολές, αλλά και το θαυμασμό για το κραταιό, ακόμα, imperium, του οποίου είναι όλοι τους ελεύθεροι πολίτες…