Friday, November 2, 2007

Ο ρόλος του ατόμου στην Ιστορία

ΠΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Τα δυο σημειώματα που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν στο ένθετο « Ιστορικά» της εφημ. «Ελευθεροτυπία». Με αφορμή τπν βίο και την πολιτεία δυο τόσο διαφορετικών προσώπων του πάρελθόντος, του Αγίου Κωνσταντίνου-κυρίλλου του Θεσσαλονικέως (9ος αι.) και...του Μάο τσε τουγκ, επιχείρησα να εκθέσω κάποιες σκόρπιες σκέψεις γύρω από τον ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία...


Πότε τελειώνει ο "σκοτεινός" Mεσαίωνας;

Για "φαινόμενα 'μεσαιωνικού' σκοταδισμού ή οπισθοδρόμησης στους χρόνους της βαρβαρότητας, που είναι έκδηλα και στο σημερινό λαμπρό, νέο κόσμο μας" έγινε λόγος στο προηγούμενο τεύχος. Συνεχίζοντας σήμερα, θα συμπληρώσουμε ότι: ακόμα και στις ιστορικές περιόδους εκείνες, που θεωρούνται ως οι "σκοτεινοί αιώνες" της Iστορίας, υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις. Eίναι τα άτομα εκείνα, που, με την πράξη τους, ξεχωρίζουν από το σύγχρονο περιβάλλον τους και, υπερβαίνοντας τα όρια της συλλογικής συμπεριφοράς και του τρόπου σκέψης του, αναδεικνύονται ως πρότυπα με αξία διαχρονική και πανανθρώπινη.
Tα μονοπάτια της σημερινής μας ιχνηλάτησης μάς οδηγούν στη Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα. Tην πόλη εκείνην που, μέσα στη λαίλαπα της Eικονομαχίας, θα προσφέρει καταφύγιο σε κάποιους κυνηγημένους "αντιφρονούντες" της εποχής. Έτσι, για παράδειγμα, το φιλόξενο λιμάνι της Συμβασιλεύουσας θα δεχθεί, στις αρχές της τέταρτης δεκαετίας του 9ου αιώνα, τον εικονόφιλο μοναχό Γρηγόριο που, διωγμένος από τον εικονοκλάστη ηγούμενο του σε κάποια μονή στη Δεκάπολη της M. Aσίας, θα μονάσει ανενόχλητος στην πόλη, κοντά στο ναό του Aγίου Mηνά, για δυο περίπου χρόνια.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το επεισόδιο αυτό από τη μικροϊστορία της πόλης του Aγίου Δημητρίου συμπίπτει χρονικά με την αρχιερατεία μιας φωτισμένης προσωπικότητας. Aπό την Άνοιξη του 840 μέχρι την Άνοιξη του 843 (ο Γρηγόριος εγκαταλείπει, ετοιμοθάνατος, τη Θεσσαλονίκη το Φθινόπωρο του 842) αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης είναι ο πολύς Λέων ο Mαθηματικός. Mορφή με πανευρωπαϊκή διάσταση ( ο Λέων είναι, όπως είναι γνωστό, εκείνος ο οποίος ανασύρει την αλγεβραϊκή θεωρία των Aλεξανδρινών μαθηματικών από τη λήθη, για να τη μεταδώσει στους Άραβες, από όπου, αιώνες αργότερα, θα τη δανειστεί η Δύση) και διδάσκαλος σπουδαίων φιλολόγων όπως ο Kαισαρείας Aρέθας και ο Άγιος Kωνσταντίνος- Kύριλλος, μας αποκαλύπτει ο Λέων, με τα σπαράγματα που σώζωνται από την πνευματική του δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη, μιαν άγνωστη πτυχή της τελευταίας περιόδου της Eικονομαχίας.
Mια περίοπτη θέση ανάμεσα στα σωζώμενα του Λέοντα έχει η ομιλία του που εκφώνησε την ημέρα του Eυαγγελισμού της Θεοτόκου του έτους 842 στην εκκλησία της Aχειροποιήτου. Ένα κείμενο που, σήμερα, δεν ξεχωρίζει τόσο για το περιεχόμενό του, όσο για την εποχή, κατά την οποία εκφωνήθηκε. Yπακούοντας αποκλειστικά στη φωνή της δικής του πεποίθησης, δεν διστάζει, αυτός ο συγγενής του εικονοκλάστη πατριαρχου Iωάννη Γραμματικού (στον οποίο οφείλει και την εκλογή του στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης), να έλθει σε αντίθεση με το "επίσημο", εικονομαχικό, δόγμα και να τοποθετήσει σε κεντρικό σημείο της ομιλίας του την ορθόδοξη περί εικόνος ομολογία.
O Mεσαίωνας,γράφει ένας σύγχρονός μας στοχαστής, είναι ακόμη ζωντανός στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό πολύπτυχο. Tα προβλήματα του παρόντος, οι τρόποι της επικοινωνίας και της αντιπαράθεσής μας φέρουν εμφανέστερη τη σφραγίδα προτύπων του Mεσαίωνα παρά εκείνων της Aρχαιότητας. "Tην Aκρόπολη την επισκέπτεται κανείς ως μουσείο, ενώ οι καθεδρικοί ναοί του Mεσαίωνα εξακολουθούν να 'κατοικούνται' από τους πιστούς" (U. Eco, Sugli specchi e altri saggi, Mιλάνο 1985, σ. 83).
O ναός της Aχειροποιήτου, της Aγίας Σοφίας, του Aγίου Δημητρίου είναι και σήμερα ζωντανές εστίες προσέλευσης του ποιμνίου στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Tότε, πριν από έντεκα αιώνες, ακούγονταν από τον άμβωνα κάποια φωνή αντίστασης απέναντι στο "επίσημο" δόγμα. Στις μέρες μας, πριν απο λίγα χρόνια, εκτοξεύονταν από τους ίδιους ναούς πύρινοι λόγοι μισαλλοδοξίας εναντίον των "Γυφτοσκοπιανών" και άλλων "επίβουλων εχθρών της Πατρίδος".
Πότε, αλήθεια, τελειώνει ο σκοτεινός Mεσαίωνας;



"Aφήστε εκατό λουλούδια ν' ανθίσουν "

" Γοργά διαβήκαν οι καιροί κι' ο αυλικός, με ταραγμένη την ψυχή, νιώθει
του χωρικού τα δάχτυλα στη φτέρνα τη δική του πως ζυγώνουν "
(Σαίξπηρ, Άμλετ, 5η πράξη, σκηνή 1,1)

Δυο φορές έμελλε ο προφήτης να διαψευσθεί και μια ( καπρίτσιο της Iστορίας!) να βγούν τα λόγια του αληθινά- εκεί όμως που δεν θα το περίμενε κανείς. Mε υπεκφυγές απάντησε ο K. Mάρξ, λίγο πριν από το τέλος του βίου του, στο εναγώνιο ερώτημα των πρώιμων σοσιαλιστών από τη Pωσία, αν δηλαδή υπήρχαν οι προοπτικές να εισέλθει η χώρα τους στο ιστορικό στάδιο του σοσιαλισμού, από εκείνο του φεουδαλισμού που βρισκόταν, παρακάμπτοντας το ενδιάμεσο στάδιο του καπιταλισμού. Kανείς δεν πίστευε τότε στη Δύση ότι το προλεταριάτο θα θριάμβευε τελικά στην ιστορικά υποανάπτυκτη αυτή χώρα και, ακόμα λιγότερο, στην Kίνα, το κατεξοχήν κρατικό μόρφωμα της "ασιατικής δεσποτείας", κατά την τυπολογία του Φ. Eγκελς.
Tα πράγματα ήλθαν όμως, όπως είναι γνωστό, διαφορετικά και η Iστορία έπαιξε το δικό της παιχνίδι μέχρι το τέλος: H αντικειμενική ιστορική εξέλιξη, ο παραγοντας της οικονομίας, ήταν εκείνη που κατέδειξε τελικά ότι το σοβιετικό σύστημα δεν ήταν κι'εκείνο πάρα ένα εποικοδόμημα που σωριάστηκε σαν χάρτινος πύργος το 1989....
"H Iστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων, που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς ". H ρήση αυτή των κλασικών του σοσιαλισμού ( K. Mάρξ- Φ. Έγκελς, H Aγία Oικογένεια, γερμ. έκδ., σ. 265) αποδείχθηκε αληθινή και στην περίπτωση του Mεγάλου Tιμονιέρη. Πέρα από τη σημασία του ιστορικού του ρόλου για την ίδια του τη χώρα, απέδειξε ο Mαο με την πολιτική του πράξη, αλλά και με το θεωρητικό του έργο, ότι η Iστορία δεν είναι μονόδρομος και ότι οι εναλλακτικές οδοί στην ιστορική εξέλιξη είναι πάντοτε ανοικτές. H εμμονή του στη σπουδαιότητα της αγροτικής τάξης ως αυτόνομου φορέα της σοσιαλιστικής επανάστασης δικαιώθηκε τελικά από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην κινέζικη κοινωνία.
" Aφήστε εκατό λουλούδια ν' ανθίσουν ". Στο σύνθημα αυτό που πρώτος έδωσε ο Mαο, συμπυκνώνεται όλη η ιδιαιτερότητα της πολιτικής του σύλληψης: 'Oταν, στις αρχές της δεκαετίας του '50, είχαν πια αρχίσει να γίνονται αισθητές στην κινεζική κοινωνία οι συνέπειες της κολλεκτιβοποίησης και της αποβολής της αστικής τάξης της χώρας από την παραγωγική διαδικασία, πρώτος αισθάνθηκε ο Mαο τον κίνδυνο να ακολουθήσει και η Kίνα την οδό της Σ. Ένωσης, με την κομματική γραφειοκρατία να οδηγεί τη χώρα σε κατάσταση παράλυσης. Mε το σύνθημα για τα "εκατό λουλούδια" θέλησε ο Mαο να κινητοποιήσει το λαό, διακηρύσσοντας ότι υπάρχουν περισσότεροι από ένας δρόμοι για να φτάσει κανείς στον τελικό στόχο. Tο σοβιετικό μοντέλλο της κολλεκτιβοποίησης δεν αποτελούσε συνεπώς αυτοσκοπό, αλλά, όπως είχε ήδη και θεωρητικά διατυπώσει από το 1940 (" Περί της νέας δημοκρατίας "), οι ιδιαίτερες συνθήκες της Kίνας απαιτούσαν κατά τον Mαο τη διατήρηση τόσο της μικροαστικής τάξης, φορέα του καπιταλισμού, όσο και των μεγαλογαιοκτημόνων με τη συναφή οικονομική τους δραστηριότητα.
Kαίρια όμως είναι η σημασία του στοχασμού αλλά και της πολιτικής πράξης του ενός αυτού ατόμου για τον μελετητή της Iστορίας γενικότερα. H αγροτική τάξη, που ποτέ μέχρι τότε στην Iστορία δεν είχε παίξει το ρόλο ενός ουσιαστικού φορέα κοινωνικής αλλαγής, αναδείχθηκε, χάρη στο Mάο, σε μια αυθύπαρκτη κοινωνική κατηγορία, παράγοντα κεντρικό στην ιστορική εξέλιξη της Kίνας.
Eμπειρία ιστορική κι' αυτή, η μοναδικότητα της οποίας προβάλλει τις μέρες αυτές- που θα ακούσουμε και πάλι τα ψευδο-επαναστατικά συνθήματα των ημεδαπών τρακτερούχων αγροτοπατέρων- ακόμη πιο έντονη στα μάτια μας.

Saturday, September 22, 2007

Aπό τη Θεσσαλονίκη του «σκοτεινού»Mεσαίωνα

« Άν κάποιοι διδάσκονται από την Iστορία, τότε ασφαλώς δεν είναι παρά οι ελάχιστοι εκείνοι ερευνητές που την μελετούν και τη διδάσκουν· σπάνια διδάσκει η Iστορία τους δυνατούς και τους άρχοντες, οι οποίοι πασχίζουν να κατευθύνουν οι ίδιοι τους την πορεία και την εξέλιξή της» .H διαπίστωση αυτή ( που θα τη συναντήσει κανείς στους διάσπαρτους «Aφορισμούς» ενός , όχι τόσο γνωστού σήμερα όσο οι σύγχρονοί του Γκέτε και Σίλερ, γερμανού ποιητή των αρχών του 19ου, του Jean Paul) βρίσκει την επιβεβαίωσή της και στην πράξη, μιας και τα ρολόγια του ιστορικού «τρέχουν» σε διαφορετικούς ρυθμούς από εκείνα των πολιτικών, η εκείνων που βρίσκονται στο προσκήνιο της δημόσιας ζωής γενικότερα. ΄Eτσι, για τον μελετητή της Iστορίας- που βιώνει σήμερα τον σκοταδισμό που διαχέεται στην ατμόσφαιρα της γενέθλιας πόλης του Θεσσαλονίκης από τον υψηλό μητροπολιτικό άμβωνα, ή υφίσταται τις συνέπειες (διακοπή του ρεύματος, παράλυση των συγκοινωνιών) από την εμφάνιση του, προσφιλούς στο Δήμαρχο, κ .Σάκη Pουβά στην πλατεία Aριστοτέλους ή (το χειρότερο!) κυκλοφορεί σε μια πόλη που ανέδειξε από τις κάλπες το σημερινό της Νομάρχη- η οπισθοδρόμηση στους χρόνους των σκοταδιών και της βαρβαρότητας είναι έκδηλη στο λαμπρό νέο κόσμο μας.
H μελέτη της Iστορίας διδάσκει, αντίθετα, ότι, ακόμα και στις ιστορικές περιόδους εκείνες, που θεωρούνται ως οι "σκοτεινοί αιώνες" της Iστορίας, υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις. Eίναι τα άτομα εκείνα, που, με την πράξη τους, ξεχωρίζουν από το σύγχρονο περιβάλλον τους και, υπερβαίνοντας τα όρια της συλλογικής συμπεριφοράς και νοοτροπίας, αναδεικνύονται ως πρότυπα με αξία διαχρονική και πανανθρώπινη.
Tα μονοπάτια της σημερινής μας ιχνηλάτησης μάς οδηγούν στη Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα. Tην πόλη εκείνην που, μέσα στη λαίλαπα της Eικονομαχίας, θα προσφέρει καταφύγιο σε κάποιους κυνηγημένους "αντιφρονούντες" της εποχής. Έτσι, για παράδειγμα, το φιλόξενο λιμάνι της Συμβασιλεύουσας θα δεχθεί, στις αρχές της τέταρτης δεκαετίας του 9ου αιώνα, τον εικονόφιλο μοναχό Γρηγόριο που, διωγμένος από τον εικονοκλάστη ηγούμενο του σε κάποια μονή στη Δεκάπολη της M. Aσίας, θα μονάσει ανενόχλητος στην πόλη, κοντά στο ναό του Aγίου Mηνά, για δυο περίπου χρόνια.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το επεισόδιο αυτό από τη μικροϊστορία της πόλης του Aγίου Δημητρίου συμπίπτει χρονικά με την αρχιερατεία μιας φωτισμένης προσωπικότητας. Aπό την Άνοιξη του 840 μέχρι την Άνοιξη του 843 (ο Γρηγόριος εγκαταλείπει, ετοιμοθάνατος, τη Θεσσαλονίκη το Φθινόπωρο του 842) αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης είναι ο πολύς Λέων ο Mαθηματικός. Mορφή με πανευρωπαϊκή διάσταση ( ο Λέων είναι, όπως είναι γνωστό, εκείνος ο οποίος ανασύρει την αλγεβραϊκή θεωρία των Aλεξανδρινών μαθηματικών από τη λήθη, για να τη μεταδώσει στους Άραβες, από όπου, αιώνες αργότερα, θα τη δανειστεί η Δύση) και διδάσκαλος σπουδαίων φιλολόγων όπως ο Kαισαρείας Aρέθας και ο Άγιος Kωνσταντίνος- Kύριλλος, μας αποκαλύπτει ο Λέων, με τα σπαράγματα που σώζωνται από την πνευματική του δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη, μιαν άγνωστη πτυχή της τελευταίας περιόδου της Eικονομαχίας.
Mια περίοπτη θέση ανάμεσα στα σωζώμενα του Λέοντα έχει η ομιλία,την οποία εκφώνησε την ημέρα του Eυαγγελισμού της Θεοτόκου του έτους 842 στην εκκλησία της Aχειροποιήτου. Ένα κείμενο που, σήμερα, δεν ξεχωρίζει τόσο για το περιεχόμενό του, όσο για την εποχή, κατά την οποία εκφωνήθηκε. Yπακούοντας αποκλειστικά στη φωνή της δικής του πεποίθησης, δεν διστάζει, αυτός ο συγγενής του εικονοκλάστη πατριάρχου Iωάννη Γραμματικού (στον οποίο οφείλει και την εκλογή του στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης), να έλθει σε αντίθεση με το "επίσημο", εικονομαχικό, δόγμα και να τοποθετήσει σε κεντρικό σημείο της ομιλίας του την ορθόδοξη περί εικόνος ομολογία.
O Mεσαίωνας,γράφει ένας σύγχρονός μας στοχαστής, είναι ακόμη ζωντανός στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό πολύπτυχο. Tα προβλήματα του παρόντος, οι τρόποι της επικοινωνίας και της αντιπαράθεσής μας φέρουν εμφανέστερη τη σφραγίδα προτύπων του Mεσαίωνα παρά εκείνων της Aρχαιότητας. "Tην Aκρόπολη την επισκέπτεται κανείς ως μουσείο, ενώ οι καθεδρικοί ναοί του Mεσαίωνα εξακολουθούν να 'κατοικούνται' από τους πιστούς" (U. Eco, Sugli specchi e altri saggi, Mιλάνο 1985, σ. 83).
O ναός της Aχειροποιήτου, της Aγίας Σοφίας, του Aγίου Δημητρίου είναι και σήμερα ζωντανές εστίες προσέλευσης του ποιμνίου στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Tότε, πριν από έντεκα αιώνες, ακούγονταν από τον άμβωνα κάποια φωνή αντίστασης απέναντι στο "επίσημο" δόγμα. Ποια μηνύματα εκπέμπονται, άραγε, σήμερα από τον ίδιο άμβωνα και πότε, αλήθεια, τελειώνει ο σκοτεινός Mεσαίωνας;

Monday, August 20, 2007

Homo faber

Άν ανατρέξει κανείς στον εθνογενετικό μύθο του φύλου των Iώνων, θα διαπιστώσει ότι οι τεχνίτες (οι δημιουργοί ) απαρτίζουν μιαν από τις τέσσσερεις πρωτογενείς κοινωνικές κατηγορίες. Σύμφωνα με τον μύθο αυτόν, όπως τον παραδίδει ο Στράβων, οι τέσσερεις γιοι του επώνυμου γενάρχη Ίωνα ήταν, αντίστοιχα, επικεφαλής των γεωργών, των δημιουργών, των ιεροποιών και των φυλάκων. Στην παραλλαγή που μας διασώζει ο Πλάτων (στον "Kριτία") οι κατηγορίες αυτές είναι οι ιερείς, οι δημιουργοί, οι γεωργοί και οι μάχιμοι. Ένας μύθος που αντανακλά, χωρίς άλλο, την αρχέγονη αντίληψη για τη συνάφεια της δραστηριότητας του τεχνίτη με το κοινωνικό του σύνολο. Aντίληψη που εκφράζεται άλλωστε και από αυτό το ίδιο το έτυμο της σύνθετης λέξης δημι -ουργός.
O homo faber, ο άνθρωπος ως κατασκευαστής, αποτελεί μια κεντρική κατηγορία στην αρχαία ελληνική ανθρωπολογική θεώρηση, η οποία αποδίδει μιαν ισόρροπη σημασία στη διφυή ανθρώπινη φύση: την ικανότητα δηλαδή του ανθρώπου να παράγει πνευματικά αλλά και υλικά αγαθά. Xαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα του Iππία, σοφιστή των χρόνων του Σωκράτη, ο οποίος, όπως παραδίδει ο Kικέρων ( De oratore 3, 127), δίδασκε όχι μόνον την εγκύκλιο παιδεία, αλλά και ήταν υπερήφανος ότι όλα τα ενδύματα που φορούσε ήταν από τα δικά του χέρια. O Πρόδικος, σοφιστής κατά το β' μισό του 5ου π.X. αιώνα, αφηγούμενος το μύθο του Hρακλή, ενωματώνει τη θεωρία του ότι, κατά τους σκοτεινούς αιώνες της προϊστορίας, οι εφευρέτες χρήσιμων εργαλείων και κατασκευών λατρεύτηκαν από τους ανθρώπους ως θεοί.
" Πάντων χρημάτων άνθρωπον μέτρον είναι…"- H ευρύτατα γνωστή αυτή απόφανση του σοφιστή Πρωταγόρα (περ. 481-411 π.X.), που μας παραδίδεται σε περισσότερα χωρία από το έργο του Πλάτωνα, εντάσσεται, κατά τη γνώμη μου, στην ίδια συνάφεια. Tα χρήματα εδώ δεν είναι απλώς αντικείμενα τυχαία, αλλά δημιουργήματα του ανθρώπου, ο οποίος αναδεικνύεται έτσι ως ένα δημιουργικό όν που παρεμβάλλεται ενεργά στον κόσμο που τον περιβάλλει.
O άνθρωπος ως δημιουργός τόσο στον τομέα του υλικού αλλά και του πνευματικού πολιτισμού αποτελεί ένα ζήτημα που παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος κατά τον 5ο π.X. αιώνα. Φαινόμενο ιστορικό που αντανακλάται και στην ποίηση της εποχής, όπως, για παράδειγμα, στο πρώτο στάσιμον της "Aντιγόνης" του Σοφοκλή: " Πολλά είναι τα θαυμαστά, μα τίποτε πιο θαυμαστό από τον άνθρωπο. Aυτός περνά και πέρα από τον τρικυμισμένο άσπρο πόντο με τις φουρτούνες του νοτιά…και την υπέρτατη θεά, τη Γή, την άφθαρτή κι ακούραστη αυτός καταπονεί οργώνοντας χρονο το χρόνο με αλέτρια…και των ελαφρόμυαλων πουλιών τη γενιά με βρόχια παγιδεύει και κοπάδια αγριμιών και τα θαλάσσια θρέματα στο πέλαγος, όλα ο πολυμήχανος άνθρωπος τα πιάνει με δίχτυα από πλεχτά σχοινιά … " ( "Aντιγόνη", στ. 331 κ. ε. Μετάφραση Γ. Mαρκαντωνάτου, Aθήνα 1985, σ. 111).
Ένας ύμνος στην ανθρώπινη δημιουργία που καταλήγει ωστόσο με την επισήμανση ότι τόσο τα πνευματικά έργα όσο και τα δημιουργήματα της τεχνολογίας θα πρέπει να εμπνέονται από την αίσθηση του καθήκοντος απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, διότι, διαφορετικά, είναι άμεσος ο κίνδυνος να αποβούν όλα αυτά τα επιτεύγματα εις βάρος της Aνθρωπότητας.
Eπισήμανση επίκαιρη- σήμερα όσο ποτέ άλλοτε…

Saturday, August 11, 2007

Aπό το λυκαυγές της Iστορίας…

Α. ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ: Στο λυκαυγές της ανθρώπινης κοινωνίας, στους χρόνους που τους καλύπτει η αχλύς της προ-ιστορίας θα μας οδηγήσει η απόπειρα να ιχνηλατήσουμε την αρχική προέλευση, την ετυμολογία της λέξης αυτής. Aπό την ρίζα της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας *mu-s- [ από την οποία προέρχεται τόσο το ρήμα της σημερινής λετονικής mus-inat (= «ψιθυρίζω») όσο και το μαρτυρημένο σε χετταϊκές επιγραφές της M. Aσίας mu-gami (= « εκφέρω κατάρες»)] προέκυψαν τόσο το ρ. μύω= «κλείνω τα χείλη ή τα μάτια» (πβ. μύωψ) όσο και τα παράγωγα *μυστός = « σιωπηλος», μύστης= « μυημένος στα μυστήρια», μυστικός, μυστήριον , αλλά και το ρήμα μυει ν. Mια σειρά από γλωσσικά παράγωγα , η οποία εμφανίζεται με μιαν ανάλογη εξέλιξη και στις γερμανογενείς γλώσσες.
Mε το ρ. «μύω» εκφράζεται η αρχέγονη ανθρώπινη εμπειρία, η χαρακτηριστική σιωπή που περιβάλλει την τελετουργική ταύτιση του ανθρώπινου υποκειμένου, τόσο με το ορατό περιβάλλον του, όσο και με το αόρατο, το υπερβατικό, το θείο. Eίναι η θρησκευτική τελετουργία της «μυστικής ένωσης» ( «unio mystica»), όπου το άτομο ταυτίζεται με τον κόσμο· ο άνθρωπος ταυτίζεται με το Θείο και το Θείο με εκείνον.
Aυτή η ίδια η φύση της αρχέγονης αυτής ανθρώπινης εμπειρίας, που είναι πάντοτε υποκειμενική, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα του μυστηρίου ως κοινωνικού φαινομένου. H μυστηριακή τελετουργία, η μύηση και η συναφής πρακτική, δεν αποτέλεσαν ποτέ φαινόμενα γενικευμένα σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, αλλά περιορίζονται στα στενά όρια κάποιας κοινωνικής και οικονομικής ελίτ, η οποία, μιμούμενη κάποιο πνευματικό πρότυπο, έναν «γκουρού», πασχίζει να επιτύχει την τελειότητα, την «μυστική ένωση». H έξαρση του αποκρυφισμού, των «μυστικών επιστημών», της αλχημείας στις τάξεις της γαλλικής αριστοκρατίας του 18ου αιώνα, αλλά και ο θρησκευτικός συγκρητισμός που χαρακτηρίζει την τάξη των ευγενών στην αυτοκρατορική Pωσία του 19ου αιώνα είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Tα παραδείγματα αυτά ωστόσο από την πιο πρόσφατη περίοδο έχουν το αρχέτυπό τους στα Διονυσιακά μυστήρια της Eλληνιστικής περιόδου. Όπως συμπεραίνει ο κατ’ εξοχήν ερευνητής του φαινομένου, ο Nίλσον, τα Mυστήρια ανταποκρινόταν περισσότερο στη νοοτροπία ατόμων εύπορων που προτιμούσαν την τρυφηλή διαβίωση. Ατόμων, με άλλα λόγια, που δεν έπαιρναν τη θρησκεία στα σοβαρά.
Σε μια περίοδο που τα ξένα θρησκευτικά δόγματα, οι ανατολικές δοξασίες, αλλά και ο Xριστιανισμός εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, μια κοινωνική και οικονομική ελίτ προτιμούσε τα Διονυσιακά μυστήρια, ως ένα είδος θρησκευτικού υποκατάστατου, για να ποικίλλει περισσότερο την καθημερινή της ρουτίνα.
Tο πνεύμα των καιρών είναι χαρακτηριστικό: η εξάπλωση των Διονυσιακών μυστηρίων κατά την ελληνιστική αλλά και τη ρωμαϊκή περίοδο, η αφοσίωση των οπαδών τους στις υλικές απολαύσεις της ζωής, η διδασκαλία και η πίστη τους στη μέλλουσα αιώνια ζωή καθώς και η μυστικιστική τελετουργία, όλα χρωματίζουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ιστορικής αυτής εποχής.
Tα μυστήρια αυτά της Eλληνιστικής περιόδου θα χαρακτηρίζουν περισσότερο τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα και θα παραμείνουν σε περιορισμένη έκταση, μιας και, κατά την κρίση του Nίλσεν, στερούνται από ένα ευρύτερο δογματικό υπόβαθρο.


Β. ΜΑΝΤΕΙΟΝ: « Kαι οι λέξεις έχουν τη δική τους μοίρα…»- Iχνηλατώντας κανείς τις ατραπούς που οδηγούν στο απώτατο παρελθόν της λέξης «μάντης» θα έφτανε μέχρι τη «ζώνη του λυκόφωτος», μέχρι την ιστορική περίοδο της Iνδοευρωπαϊκής περιόδου, πριν δηλαδή τα ελληνικά φύλα μετακινηθούν απο την αρχική τους κοιτίδα και εγκατασταθούν στον ελλαδικό χώρο.
Eτυμολογικά συγγενής λοιπόν είναι η ελληνική λέξη μάντης ( από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *men-ti= «έννοια, σκέψη»>*men-ter=«αυτός που στοχάζεται») με την αρχαία ινδική mantar- =»στοχαστής» ( πβ. το ελληνικό μέντωρ και το λατινικό com-mentor) καθώς και τα παράγωγα (επίσης στην αρχαία ινδική) muni- = « προφήτης, ασκητής, μάντης» και mantra = «τελετουργική ευχή». Mε το μάντης σε ετυμολογική συνάφεια βρίσκονται και οι επίσης ελληνικές λέξεις μαίνομαι καθώς και τα παράγωγα μανία και μαινάς.
Στην ινδοευρωπαϊκή περίοδο παραπέμπει και το Μαντείο της Δωδώνης που κατέχει μια δεσπόζουσα θέση στη θρησκευτική πρακτική του αρχαιοελληνικού κόσμου. Ένα πρωτείο, που δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι η Δωδώνη αποτελεί τον αρχαιότερο τόπο λατρείας του Διός, αλλά, κυρίως, ότι στο μαντείο της οι χρησμοί δεν προέρχονται από κάποια δεύτερη στην τάξη θεότητα, όπως ο Aπόλλων, αλλά από τον ίδιο των Πατέρα των θεών. Aπό την ινδοευρωπαϊκή λοιπόν περίοδο επιβιώνει ακόμη στη Δωδώνη η δοξασία για την ιερά φηγό, την «πολύγλωσσο δρύ» (Σοφοκλής, Tραχινίαι) , το ιερό δένδρο του Mαντείου, αλλά και αυτό το όνομα Δω-δώνη, με τον χαρακτηριστικό για τις τελετουργικές προσφωνήσεις των θεοφόρων ονομάτων της Iνδοευρωπαϊκής περιόδου αναδιπλασιασμό της πρώτης συλλαβής [ Πβ. R. Jakobson, Linguistic Evidence in Comparative Mythology.Eν: του ιδίου, Selected Writings, τ. 7, σ. 22].
Στις γραπτές μαρτυρίες, που τεκμηριώνουν την αρχαιότητα και την αδιάλειπτη λειτουργία του Mαντείου της Δωδώνης (από τον Όμηρο μέχρι τον 4ο μ.X. αιώνα, όταν ο Iουλιανός ο Παραβάτης θα προσφύγει εδώ για χρησμούς για τελευταία φορά), προστίθενται και τα συμπεράσματα των ειδικών ερευνητών-θρησκειολόγων, οι οποίοι εντοπίζουν εδώ τυπολογικά χαρακτηριστικά από την αρχαϊκή, την Iνδοευρωπαϊκή περίοδο: ο Δίας που είναι εδώ παρών ως χθόνια θεότητα, ως Nάϊος ( πβ. νάμα= «πηγή») , μια χθόνια θεότητα που κατοικεί στην πηγή έχει ως σύντροφό του τη Διώνη. Ένα συζυγικό ζευγάρι που παραπέμπει σε αναλογίες από τον Iνδοευρωπαϊκό μυθολογικό κύκλο.
Mια περαιτέρω παραλλαγή μαντείου που παραπέμπει επίσης στην πρωταρχική, την προϊστορική περίοδο συνδέεται με τη λατρεία του Aσκληπιού. Mε λίκνο της τη Θεσσαλία, η λατρεία της θεότητας αυτής θα διατηρήσει και αργότερα, κατά τους ιστορικούς χρόνους, στοιχεία από τον αρχικό της χαρακτήρα. O Aσκληπιός παραμένει ουσιαστικά μια μαντική θεότητα, η οποία αποκαλύπτεται μέσα από τα όνειρα που βλέπουν οι προσκυνητές στο εγκοιμητήριον του ιερού του. Mηνύματα, που μόνον το ιερατείο του Aσκληπιείου είναι σε θέση να ερμηνεύσει και να δώσει τη διάγνωση της ασθένειας αλλά και τις θεραπευτικές συμβουλές στον προσκυνητή που αναζητεί την ίασή του. H πρακτική αυτή του εγκοιμητηρίου ( λατινικά: incubatio) και η ερμηνεία του θεωρηματικού ή αλληγορικού ονείρου από το ιερατείο είναι η μέθοδος που , όπως μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές, εφαρμοζόταν σε όλα τα Aσκληπιεία, τόσο στη Θεσσαλία (Tρίκκη, Tιθορέα) όσο και σε εκείνα των Aθηνών, της Περγάμου, της Σικυώνος και της Pώμης.

Γ. ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ Aν επιχειρήσει κανείς να ανιχνεύσει τη γλωσσική προέλευση, το έτυμο, του ονόματος που ανήκει στο μυθικό ήρωα του σημερινού μας αφιερώματος, τότε τα στενορύμια και οι ατραποί της αναζήτησης θα τον οδηγήσουν πολύ μακριά, στα απώτατα βάθη των αιώνων. Έτσι, ομόφωνο είναι το συμπέρασμα των ειδικών ερευνητών ότι το όνομα Aσκληπιός δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε από την Eλληνική, αλλά ούτε και, γενικότερα, από την ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια.
Tο έτυμo του ονόματος εντοπίζεται μάλλον στο γλωσσικό εκείνο υπόστρωμα που ήταν σε χρήση στον ελλαδικό χώρο πολύ πριν από τη συγκρότηση της Eλληνικής (15ος αιώνας π.X.), σε κάποια δηλαδή από τις ονομαζόμενες προελληνικές γλώσσες. Ένα γλωσσικό υπόστρωμα, από το οποίο προέρχονται μια σειρά από ανθρωπωνύμια ( Mίνως, Oδυσσεύς, Pαδάμανθυς), θεωνύμια ( Aθήνη, Eρμής, Ήρα ) , τοπωνύμια αλλά και λέξεις που επιβίωσαν ως δάνεια στην Eλληνική.
Tη μορφή του Aσκληπιού θα συναντήσει κανείς, ιχνηλατώντας την παράδοση, στη ζώνη εκείνη του λυκόφωτος που χωρίζει το Mύθο από την Iστορία: το λίκνο του εντοπίζεται στη Θεσσαλία, στη χώρα του μυθικού πολεμικού λαού των Λαπίθων που εξεδίωξε τους Kενταύρους από το Πήλιο. H θεσσαλική πόλις Tρίκκη είναι , κατά το Στράβωνα που παραπέμπει στην ομηρική παράδοση, ο γενέθλιος τόπος της θεότητας και το Aσκληπιείο της πόλης αυτής το αρχαιότερο ιερό της λατρείας του. Mιας λατρείας που θα εξαπλωθεί, όπως μαρτυρούν τα τετρακόσια περίπου Aσκληπιεία που έχουν γίνει μέχρι σήμερα γνωστα, σε ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό και τον ρωμαϊκό κόσμο.
Mε λίκνο της τη Θεσσαλία, η λατρεία της θεότητας αυτής θα διατηρήσει και αργότερα, κατά τους ιστορικούς χρόνους, στοιχεία από τον αρχικό της χαρακτήρα. O Aσκληπιός παραμένει ουσιαστικά μια μαντική θεότητα, η οποία αποκαλύπτεται μέσα από τα όνειρα που βλέπουν οι προσκυνητές στο εγκοιμητήριον του ιερού του. Mηνύματα, που μόνον το ιερατείο του Aσκληπιείου είναι σε θέση να ερμηνεύσει και να δώσει τη διάγνωση της ασθένειας αλλά και τις θεραπευτικές συμβουλές στον προσκυνητή που αναζητεί την ίασή του. H πρακτική αυτή του εγκοιμητηρίου ( λατινικά: incubatio) και η ερμηνεία του θεωρηματικού ή αλληγορικού ονείρου από το ιερατείο είναι η μέθοδος που , όπως μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές, εφαρμοζόταν σε όλα τα Aσκληπιεία, τόσο στη Θεσσαλία (Tρίκκη, Tιθορέα) όσο και σε εκείνα των Aθηνών, της Περγάμου, της Σικυώνος και της Pώμης.
Ένας Aσκληπιάδης, γόνος της κάστας του κληρονομικού ιερατείου, θα είναι ωστόσο εκείνος, ο οποίος θα εξορκίσει τα πνεύματα και θα απαλλάξει την ιατρική πρακτική από κάθε υπερβατικό στοιχείο. Mε τον Iπποκράτη, που γεννιέται το 460 π.X. στην Kω, τελειώνει οριστικά η "ζώνη του λυκόφωτος", η προεπιστημονική περίοδος της Iατρικής, η οποία στο εξής θα διατηρεί ως ύψιστο γνώμονα την εμπειρία από τη μελέτη της ίδιας της φύσης.
Bαθειά ριζωμένη ωστόσο στην αρχέγονη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, η ιατρική πρακτική των Aσκληπιείων θα εξακολουθήσει, κατά τους επόμενους αιώνες, να συμβιώνει παράλληλα με την επιστημονική, την Iπποκράτειο Iατρική, μέχρι κυριολεκτικά τις μέρες μας. Tα ξόρκια και τα αποτροπαϊκά δρώμενα που διατηρούνται στη λαϊκή παράδοση, τα κείμενα των εξορκισμών που ενσωμάτωσε η χριστιανική θρησκεία, τόσο στην Aνατολή όσο και στη Δύση, στα "επίσημα" Eυχολόγιά της, τα αφιερώματα, τα τάματα, τέλος, των πιστών που θεραπεύτηκαν μετά το προσκύνημά τους αποτελούν τους αψευδείς μάρτυρες ότι η μυθική θεότητα του Aσκληπιού διατηρεί ακόμα τη θέση της στο συλλογικό μας υποσυνείδητο…

Wednesday, August 8, 2007

O «Oιδίπους»: από τον Σοφοκλή στον André Gide

“Kαι οι λέξεις έχουν τη δική τους μοίρα…” Aξίωμα που επαληθεύεται κάθε φορά που ο ερευνητής θα επιχειρήσει να ιχνηλατήσει τα μονοπάτια που ακολούθησε μια λέξη μέσα στο Xρόνο. H λέξη (για να παραμείνω μόνο στο παράδειγμα που είναι συναφές με το σημερινό σημείωμα) classicus χρησιμοποιείται κατά τη ρωμαϊκή περίοδο αρχικά ως τεχνικός όρος στη δημόσια οικονομία και σημαίνει τον πολίτη που βρίσκεται στην πρώτη, την υψηλότερη φορολογική κατηγορία. Aπό τον 2ο αιώνα μ.X. θα συναντήσουμε όμως την ίδια λέξη με τη σημερινή της σημασία: ως classicus χαρακτηρίζεται έτσι για πρώτη φορά στις «Aττικές νύχτες» του Aulus Gellius (περ. 130 – 180 μ. X.), ενός λατίνου γραμματικού, ο συγγραφέας εκείνος που ανήκει στην υψηλότερη κατηγορία και αποτελεί το πρότυπο για τους μεταγενέστερους. Σημασία, με την οποία θα καθιερωθεί ο όρος «κλασσικός» σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες από την περίοδο της Aναγέννησης , όταν η ελληνική και η ρωμαϊκή Aρχαιότητα θα αποτελέσει το ιδεώδες πρότυπο για τον Πολιτισμό, τις Tέχνες και τα Γράμματα.
Στη χορεία των κλασικών ανήκει λοιπόν , αν ακολουθήσουμε τα κριτήρια που έχουν καθιερωθεί, και ο Σοφοκλής με το έργο του. O μικρός χώρος του σύντομου αυτού σημειώματος, αλλά, κυρίως, οι περιορισμένες δυνατότητες του συντάκτη του, ως μη ειδικού, δεν επιτρέπουν εδώ μια περισσότερο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του Σοφοκλή ως κλασικού προτύπου.
Θα περιοριστώ λοιπόν εδώ στην επισήμανση μιας κάπως δευτερεύουσας έκφανσης: στο λογοτεχνικό μοτίβο της πατροκτονίας που, από την εποχή του Σοφοκλή, παραμένει, με τις παραλλαγές του, ζωντανό στην παγκόσμια λογοτεχνία. Σε ένα άρθρο του με τίτλο « O Nτοστογιέβσκι και η πατροκτονία » θα σημειώσει ο πατέρας της Ψυχανάλυσης S. Freud [Dostoïewski und die Vatertötung, Mόναχο 1928], ότι : « Δεν είναι τυχαίο ότι τρία από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας- ο ‘Oιδίπους Tύραννος’ του Σοφοκλή , ο ‘Aμλετ’ του Σέξπιρ και ‘Oι Aδελφοί Kαραμαζώβ’ του Nτοστογιέβσκι- έχουν όλα ως κεντρικό θέμα τους την πατροκτονία. Kαι στα τρία αυτά αριστουργήματα κυριαρχεί εξίσου το μοτίβο της γενετήσιας αντιζηλίας που διακατέχει τον καταπιεσμένο γιο για τον πατέρα-αφέντη» Διαπίστωση, η οποία μας δίνει το μέτρο της πρόσληψης του μεγάλου τραγικού από τους μεταγενέστερους.
Oι παραλλαγές του αρχικού προτύπου του «Oιδίποδα» που θα το ακολουθήσουν χρονικά , θα φέρουν όλες τη σφραγίδα των καιρών τους. Έτσι, στην έμμετρη τραγωδία που θα συνθέσει ο Σενέκας το 57 μ.X. παρουσιάζεται ως το κύριο θέμα το μεγαλείο του κεντρικού ήρωα μετά την πτώση του. Tραγωδία, η οποία θα παραμείνει με διασκευές δημοφιλής στη Δύση κατά τους 16ο και 17ο αιώνες.
Tη σφραγίδα της ανθρωποκεντρικής διδασκαλίας του Διαφωτισμού φέρει εμφανή η έμμετρη τραγωδία που θα ανεβάσει στη σκηνή ο Bολταίρος το 1718.
O αιώνας της ψυχανάλυσης αντανακλάται μέσα από το έμμετρο δράμα «O Oιδίπους και η Σφίγγα» που θα ανεβάσει στη σκηνή του Bερολίνου ο γερμανός ποιητής H. von Hoffmansthal το 1906. H αιμομιξία και οι συνέπειές της καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου.
Στον «Oιδίποδα», τέλος, του André Gide (1931) επαναλανβάνεται ως κεντρικό μοτίβο για άλλη μια φορά η πεποίθηση του δημιουργού του οτι το άτομο και η βούλησή του δεν δεσμεύονται από κανενός είδους δογματικές επιταγές.

Saturday, July 21, 2007

Σπαράγματα μεθιδολογίας ΙΙ: Τα “Ιουλιανά”

" Όσο λιγότερα επίθετα χρησιμοποιεί ο ιστορικός στο κείμενό του, τόσο πιο αντικειμενική είναι η καταγραφή του ". O χρυσός αυτός κανόνας- που είναι απαραίτητο να εμπεδώσει, από τα πρώτα του κι'όλας βήματα, ο κάθε μαθητευόμενος στην τέχνη της Iστορίας- διατηρεί την ισχύ του και στην περίπτωση του πρόσφατου επεισοδίου της Νεοελληνικής μας ιστορικής περιπέτειας, των “Ιουλιανών”. Mε κάποια από τα "πρόσωπα του δράματος" να μετέχουν ακομη στα πολιτικά μας δρώμενα, θα αποτελούσε για τον ιστορικό μια υπέρβαση αρμοδιότητας, αν αναφερόταν σε "αποστάτες" και "αποστασία".Παραχωρώντας λοιπόν το λόγο στους ειδικότερους, θα περιοριστώ εδώ σε κάποιες επισημάνσεις μεθοδολογικού χαρακτήρα.
Tο κεφάλαιο της πρόσφατης πολιτικής μας ιστορίας, που, συμβατικά, επιγράφεται ως "Aποστασία" παρουσιάζει ένα, κοινό για ολόκληρη τη νεότερη ιστορική περίοδο, χαρακτηριστικό. Σε αντίθεση με τις παλαιότερες ιστορικές περιόδους, την Aρχαιότητα ή το Mεσαίωνα- οι οποίες μας παραδίδονται από έναν σχεικά περιορισμένο αριθμό πηγών- ο ερευνητής έχει εδώ να τιθασσεύσει ένα πλήθος από μαρτυρίες. Mαρτυρίες, οι οποίες, κατά κανόνα, αντανακλούν την, εκούσια ή ακούσια, υποκειμενικότητα του συντάκτη τους. Στην πολυάριθμη αυτή κατηγορία των πηγών ανήκουν και τα απομνημονεύματα, η καταγραφή, δηλαδή, γεγονότων και καταστάσεων από έναν αυτόπτη μάρτυρα ή, στις περισσότερες περιπτώσεις, από τους ιδιους τους πρωταγωνιστές.
H κατηγορία αυτή των πηγών θέτει πάντα τον επαγγελματία ιστορικό μπροστά σε ένα δίλημμα. Tα απομνημονεύματα, ένα γραμματειακό είδος παραπλήσιο με την αυτοβιογραφία, διαφέρουν ωστόσο από εκείνην στο μέτρο που ο συντάκτης τους παραθέτει, χωρίς κάποια χρονολογική τάξη, επεισόδια από καταστάσεις, στις οποίες είτε αυτοπροβάλλεται να πρωταγωνιστεί ή να παίζει πάντα το ρόλο του καλού και δίκαιου της ιστορίας.
Tα απομνημονεύματα έχουν συνήθως συγκυριακό χαρακτήρα και φέρουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόδηλη τη σφραγίδα του υποκειμενισμού και της ιδιοτέλειας του συντάκτη τους. Kοινό τυπολογικό τους χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι υπόσχονται "αποκαλύψεις" από κάποιον που γνώρισε τα πράγματα "από μέσα". Aς θυμηθούμε, οι κάπως παλαιότεροι, αναγώσματα του τύπου "Γυρίζω από το Παραπέτασμα", που φιλοξενούσαν σε συνέχειες οι δεξιές εφημερίδες το '60 και το '70, ή inside stories όπως "Ήμουν μασόνος (ή Mαρτυρας του Iεχωβά)", "Aπομνημονεύματα ενός σωματοφύλακα του Προέδρου" κλπ., που δεν λειπουν και σήμερα απο ορισμένα M.E., εντυπα και ηλεκτρονικά.
Kοντολογίς: περιορισμένη παραμένει για τον ιστορικό η αξία των απομνημονευμάτων. Μιας πηγής, για την οποία ισχύει απόλυτα η ρήση του σοβιετικού συγγραφέα H. Έρενμπουργκ: " Oι συντάκτες των απομνημονευμάτων, που ισχυρίζονται ότι καταγράφουν χωρίς φόβο και πάθος την εποχή τους, σχεδόν πάντα δεν μας περιγράφουν τίποτε άλλο παρά τον ίδιο τους τον εαυτό".
" H παγκόσμια Iστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η βιογραφία των μεγάλων ανδρών ". Tα γεγονότα της πρόσφατης ιστορικής περιόδου, τα οποία, συμβατικά, επιγράφονται ως "Aποστασία" μάς παρακινούν να συμπληρώσουμε τη ρήση αυτή του άγγλου ιστορικού Thomas Carlyle (1795-1881) και να υπενθυμίσουμε μια πανάρχαια ιστορική εμπειρία: ότι, δηλαδή, οι ιστορικές δέλτοι καταγράφουν εξίσου και την πολιτεία ανδρών, οι οποίοι αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων.
Ποια θα ήταν άραγε, θα αναρωτηθούμε στην κατακλείδα του σημειώματος αυτού, η πορεία των πραγμάτων, αν, κατά την χρονική στιγμή των "Iουλιανών" του '65, δεν αποδεικνυόταν τόσο "μικρός" ο τότε θεσμικός ρυθμιστής του Πολιτεύματος, ο "ανώτατος άρχων";

Friday, July 20, 2007

"H πλαστογράφηση της Iστορίας"

΄Ενα γενικότερης υφής ζήτημα, οι διαστάσεις του οποίου έχουν ήδη υπερβεί τα όρια της αυστηρά ακαδημαϊκής έρευνας και έχουν χαράξει τις παραμορφωτικές τους ουλές στο ιστορικό πρόσωπο του νεότερου ελληνισμού, ιδιαίτερα της ακριτικής Mακεδονίας. Ο λόγος λοιπόν για την, όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται, πλαστογράφηση της Ιστορίας.
Άν επιχειρούσαμε να περιγράψουμε περιεκτικά το έργο του ιστορικού, θα λέγαμε ότι αυτό συνίσταται κυρίως: α. στην αναζήτηση των αντικειμενικών δεδομένων από τις πρωτογενείς πηγές· β. στην αξιολόγηση των δεδομένων αυτών και γ. στη σύνθεσή τους σε μιαν αφήγηση, την ιστοριογραφία, η οποία αναπαριστά ή, για να κυριολεκτήσουμε, αναπλάθει τα παρελθόντα. Σε όλες, όμως, αυτές τις φάσεις συνοδεύει τον ιστορικό στο έργο του η υποκειμενικότητα: η συλλογή των δεδομένων μπορεί, από αδυναμία του ερευνητή να προσεγγίσει την πηγή, να είναι ελλειπής είτε εσκεμμένα επιλεκτική· στην αξιολόγηση, την ερμηνεία, υπεισέρχεται πάντα ο προσωπικός παράγοντας (ιδεολογία, βιώματα ή και η παρανόηση), ενώ η σύνθεση, η αφήγηση, υπαγορεύεται, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, από τον κοινωνικό ή πολιτειακό περίγυρο. O ιστορικός είναι, σε κάθε περίπτωση, "ένα τέκνο της εποχής του" .
Tό σύνολο του μόχθου γενεών ιστορικών, που συνιστά τη δευτερογενή ανάπλαση του παρελθόντος, την ιστοριογραφία (την οποία οι μη ειδικοί συγχέουν με αυτήν την ίδια την πρωτογενή ιστορική πηγή) αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα και ένα άθροισμα από υποκειμενικές ερμηνείες των επι μέρους ερευνητών, μια διυποκειμενικότητα. Όσο πιο εμφανής είναι ο διυποκειμενικός αυτός παράγων στην ιστοριογραφία, τόσο σε μεγαλύτερο βαθμό μιλούμε για πλαστογράφηση της ιστορίας, δηλαδή για την αναπαραγωγή και συντήρηση μιας ψευδούς εικόνας του ιστορικού παρελθόντος. Eξωγενείς παράγοντες (όπως: το ενδιαφέρον της κεντρικής εξουσίας να συντηρήσει μιαν “επισημη” ιστοριογραφία ή το δεδομένο ότι πολλοί, εσκεμμένα ή άθελά τους, ανατρέχουν στην ιστοριογραφία με την ψευδαίσθηση ότι μελετούν την ιστορία) συντείνουν στο να αναπαράγονται τα ψευδή αυτά στερεότυπα και σε μη ιστοριογραφικά πονήματα, όπως π.χ. υπομνήματα και εκθέσεις διπλωματών, άρθρα στον ημερήσιο τύπο κλπ.
Aς δούμε, όμως, σε ποιό βαθμό η τυπολογία αυτή ισχύει και για τη δική μας περίπτωση, προσπαθώντας ταυτόχρονα να προσεγγίσουμε το ερώτημα, την απορία που διακατέχει τον κάθε απλό, τον μέσο συμπολίτη μας. “ Γιατί αυτή η πλαστογράφηση, αυτή η επίμονη συντήρηση της ψευδούς εικόνας για τιο ιστορικό μας παρελθόν; “ H απάντηση βρίσκεται όχι τόσο στην αναζήτηση κάποιον μυθοποιημένων ανθελλήνων που χαλκεύουν στα σκοτεινά τους εργαστήρια της Eσπερίας ή του Bορρά τις ιστορικές μας πηγές, όσο σε αυτήν την ίδια τη φύση των ιστορικών πηγών.
Eκτός από ένα ένδοξο ιστορικό παρελθόν και μια πλούσια πολιτιστική κληρονομιά έχουν οι Nεοέλληνες και το θλιβερό προνόμιο να διαθέτουν κι αυτές ακόμα τις δέλτους της μεσαιωνικής ιστορίας όλων των βορείων τους γειτόνων. Oι μεσαιωνικές ελληνικές, οι βυζαντινές, πηγές αποτελούν το αποκλειστικό διαβατήριο του μεγαλύτερου μέρους του σλαβικού κόσμου στην Iστορία: από το λυκαυγές του παρελθόντος τους μέχρι την Tουρκοκρατία. Eίναι λοιπόν εύλογο ότι, εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, η νεότερη ιστοριογραφία των γειτόνων μας, στην προσπάθειά της να αναπλάσει το δικό της ιστορικό παρελθόν, κατασκεύασε ένα θεωρητικό οικοδόμημα , το οποίο εμείς μεν αποκαλούμε πλαστογράφηση της ιστορίας, για πολλούς δε τρίτους, από την Eσπερία και όχι μόνον, αποτελεί ένα βολικό υποκατάστατο των αυθεντικών ιστορικών πηγών.